Θα ’ναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια πρωτύτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.
Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιω πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.
Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.
Α τώρα, νά, που κάθισε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.
Το διπλανό τραπέζι
Κ. Π. Καβάφης, 1863-1933, Έλληνας ποιητής
Κάναμε το πρώτο ταξίδι μακριά από την πόλη μετά από μήνες. Και δεν ήταν σε θάλασσα, δεν ήταν σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί ή σε κάποια παραλία που τη σκεπάζουν τα πεύκα. Ήταν σε ένα χωριουδάκι στους πρόποδες του Καλλιδρόμου, και δε μας ένοιαζε καθόλου. Το απολαύσαμε. Κι ας έμπαινε σε λίγο Ιούλιος.
Και εκεί που τρώγαμε, κάτω από μία κερασιά, κοντά στην πάνω πλατεία, παρατήρησα αυτό το τραπεζάκι με τις τέσσερις καρέκλες να στέκει εκεί απέναντί μου και θα ορκιζόμουν ότι άκουσα γέλια και φωνές μέσα στην ησυχία, και ποτήρια να γεμίζουν κρασί και κατρούτσους ν’ αδειάζουν…
Και σκέφτηκα, λοιπόν, γι’ αυτόν τον μήνα, πως σημασία δεν έχει το που, αλλά το μαζί.
Να περιμένεις εκείνη την παρέα από παλιά, να ενώσετε να τραπέζια, μετά να έρθουν κι άλλοι, κι άλλοι… Να φάτε, να πιείτε κρασί οι μισοί, οι άλλοι μπύρες και εκείνος ο ένας που θα κάνει την αρχή για να ξεκινήσουν να έρχονται τα τσίπουρα.
Να γελάσεις δυνατά, να φλερτάρεις, να θυμηθείς, να θελήσεις να ξεχάσεις, να μιλήσεις δυνατά και να σου κάνουν “σςςςςς” γιατί έχεις πιει λίγο παραπάνω και κελαηδάς…
Να στείλεις μηνύματα, να πάρεις τηλέφωνα, να κοιτάξεις το τηλέφωνο και να μην κάνεις τίποτα, να καπνίσεις ένα τσιγάρο, να αλλάξεις θέση γιατί σε ενοχλεί ο καπνός, να γυρίσεις σπίτι και να νιώθεις ΓΕΜΑΤΟΣ.
Άντε, λοιπόν, τι περιμένουμε για να τα ζήσουμε όλα αυτά; Έστω, κρατώντας αποστάσεις, αλλά από κοντά.
Καλό μήνα με στιγμές που μας γεμίζουν από την κορφή ως τα νύχια.
Ε.Σ