Όταν έχεις παρακολουθήσει πολλές και διαφορετικές παραστάσεις, φτάνεις στο σημείο που από λίγες μόνο πληροφορίες, από δυο τρεις φωτογραφίες ακόμη, ξεχωρίζεις εκείνες που: είναι για σένα, δεν είναι τόσο για σένα, είναι για κάποιον αγαπημένο σου που ξέρεις ότι λατρεύει το θέατρο, είναι για εκείνον που αγαπά το θέατρο αλλά έχει πολύ περιορισμένο γούστο ή για τον άλλον φίλο που βαριέται εύκολα και σπάνια του κρατάς το ενδιαφέρον. Ξεχωρίζεις. Όταν άνοιξα το email με το δελτίο τύπου του Αμερικανικού Βούβαλου ήξερα πολύ καλά περί τίνος πρόκειται. «Αμερικάνικος Βούβαλος του David Mamet» διαβάζω. Από την πρώτη φωτογραφία κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα άκρως κινηματογραφικό έργο εμποτισμένο με τη μαγεία του θεάτρου. Τα κοστούμια, τα σκηνικά, ακόμα και η στάση των ηθοποιών στις φωτογραφίες κραύγαζε Αμερική του 70, αγώνας για το αμερικανικό όνειρο – με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Ήταν άλλωστε έργο του Mamet. Και ήξερα ακριβώς ποιον θα έπαιρνα μαζί μου. Αρκούσε μια προώθηση της υπόθεσης και η απάντηση «Πότε πάμε;» ήταν σε λίγα λεπτά στο email μου.
Και πήγαμε. Σάββατο βράδυ οδηγώ προς Αμπελόκηπους. Σε ένα από τα (πολύ στενά) στενάκια της Νεάπολης βρίσκεται το θέατρο Φούρνος: μια μικρή σκηνή στην οποία κατά καιρούς έχω παρακολουθήσει παραστάσεις-διαμαντάκια (hint). Βρίσκουμε να παρκάρουμε λίγο πιο κάτω. Κάνει κρύο και είναι λες και ο καιρός σε καλεί να χωθείς σε μια σκοτεινή αίθουσα και να αφεθείς στη μοναδική εμπειρία που μπορούν να σου προσφέρουν δυο-τρία άτομα σε έναν χώρο μια σταλιά.
Έχουμε φτάσει λίγο νωρίτερα, οπότε παίρνω τον χρόνο να ανακαλέσω κάποια πράγματα που ξέρω ήδη για το έργο. Βασικά δεν ξέρω τίποτα ακριβώς για το έργο. Ξέρω, όμως, για τον Mamet, τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα και σεναριογράφο (σκηνοθέτη και παραγωγό αργότερα), που μόνο επιτυχίες έχει να επιδείξει. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό γι’ αυτόν είναι το Πούλιντζερ και μετά ο Hannibal. Εστιάζοντας στη γενέτειρά του, ο Mamet, δε διστάζει να περιγράψει τη ζωή στο Σικάγο και τις ΗΠΑ όπως ακριβώς την έζησε, με την παρακμή μιας γενιάς που πασχίζει να διεκδικήσει μία θέση στο «αμερικανικό όνειρο», την πραγματικότητα των ανθρώπων που είναι έτοιμοι να σκοτώσουν για μία πεντάρα με ένα αμερικάνικο βουβάλι.
Τις λεπτομέρειες τις μαθαίνω αργότερα, διαβάζοντας λίγο παραπάνω γι’ αυτόν… Ο σπουδαίος της αμερικανικής σκηνής γεννήθηκε στο Σικάγο το 1947. Σπούδασε, αλλά κατέληξε ότι τη βασική του εκπαίδευση την κατέκτησε στον 3ο όροφο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Σικάγο. Άλλαξε πολλά επαγγέλματα: από ηθοποιός μέχρι οδηγός ταξί και λεωφορείου. Ο σκηνοθέτης Robert Sickinger ήταν η φιγούρα που τον επηρέασε περισσότερο, καθώς δουλεύοντας στο πλάι του άρχισε να διαμορφώνει και τη δική του πορεία στον χώρο. Το 1984 κερδίζει το βραβείο Πούλιντζερ για το θεατρικό του έργο Glengarry Glen Ross. Μία δεκαετία νωρίτερα είχε γράψει τον Αμερικάνικο Βούβαλο. Στον χώρο του κινηματογράφου ξεχωρίζουν οι ταινίες του The Untouchables (1987), The Edge (1997), Wag the Dog (1997) και φυσικά Hannibal (2001).
Μπαίνω στην αίθουσα και μπροστά μου ξεδιπλώνεται το σκηνικό από μια καλογυρισμένη ταινία του αμερικανικού κινηματογράφου. Με την υπογραφή του Mamet στο κείμενο το μόνο σίγουρο είναι ότι οι διάλογοι, η πλοκή και η ροή του έργου θα έχουν κινηματογραφική χροιά. Πώς θα μπορέσει, όμως, μία πεντάρα με έναν βούβαλο να κινήσει ολόκληρη την ανέμη του έργου; Στη σκηνή αναζητώ ένα σημάδι του μικρού νομίσματος: μία μικρή πεντάρα από νικέλιο με ένα buffalo από τη μία και ένα κεφάλι Ινδιάνου από την άλλη. Χρονολογείται ότι κόπηκε για πρώτη φορά το 1913 και κυκλοφόρησε έως και το 1938. Και πράγματι, το σχέδιο του James Earle Fraser θα γίνει η αρχή για μία σύγχρονη τραγική ιστορία με σκοπό την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή πέρα από τους υπονόμους, τα ναρκωτικά και τη φτώχεια.
Τρεις άντρες προσπαθούν να πιάσουν την καλή στην Αμερική των 70s. Με έδρα το μικρό παλιατζίδικο του Ντον, το έργο εκτυλίσσεται γύρω από το σχέδιο μίας ληστείας στο σπίτι ενός συλλέκτη νομισμάτων. Τα συμφέροντά τους μπλέκονται και οι δεσμοί τους δοκιμάζονται. Μέσα σε όλα, όμως, μια κρυφή ανάγκη για τρυφερότητα, το παράπονο του «αξίζουμε περισσότερα απ’ αυτό που ζούμε, ρε γαμώτο» μάχεται ενάντια σε μία κοινωνία που πουλάει το λαμπρό όνειρο, αλλά ξεχνάει εκείνους που βρίσκονται χαμηλότερα στην πυραμίδα.
Ένα από τα σπουδαία σημεία του Αμερικανικού Βούβαλου είναι ότι αν και μονάχα τρεις χαρακτήρες εμφανίζονται επί σκηνής, οι παράπλευροι ήρωες είναι εξίσου ζωντανοί και ο θεατής νιώθει ότι είναι επίσης παρόντες σε μία δεύτερη, αόρατη σκηνή. Παίζουν παράλληλα το παιχνίδι τους διεκδικώντας τη δική τους μερίδα του λέοντος. Γι’ αυτό φυσικά ευθύνεται η μοναδική διαλογική σπιρτάδα του Mamet, αλλά και η εξαιρετική μετάφραση και απόδοση του λόγου στα Ελληνικά από τον Δημήτρη Τάρλοου και η σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου, που με τον καλύτερο δυνατό τρόπο φέρνει τα σώματα ακριβώς εκεί που πρέπει να είναι, να στέκονται στις ιδανικές αποστάσεις ή να εκρήγνυνται με την κατάλληλη για κάθε σκηνή ένταση.
Ο λόγος είναι λακωνικός, σαρκαστικός, κυνικός, κωμικός –με μαύρο χρώμα φυσικά– και χυδαίος σε πολλά σημεία, αλλά και διεισδυτικός μέσα από την απλότητά του. Αυτό που αξίζει πραγματικά να σημειωθεί είναι ότι ο λόγος του Mamet, οι διάλογοι και ο τρόπος που επιλέγει να δώσει φωνή στους χαρακτήρες του είναι τόσο ιδιαίτερος που πλέον έχει διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο είδος κυνικής, του δρόμου ομιλίας γνωστής με τον όρο “Mamet speak”. Οι ήρωες βρίζουν, άλλοτε ξεσπώντας και άλλοτε μιλώντας με ύφος καθημερινό, όμως (και αυτό είναι πραγματικά φοβερά ευρηματικό!) ξεφεύγουμε από τη «χυδαιότητα» και καταλήγουμε με έναν παράδοξο τρόπο σε λόγο άκρως ποιητικό. Αυτός είναι ο δικός τους κόσμος, ο μικρόκοσμός τους και εμείς ως θεατές καλούμαστε να συμμετέχουμε ως συνένοχοι στο επόμενο έγκλημα, να ζήσουμε για λίγο στα χαμηλότερα σκαλοπάτια της πυραμίδας. Πέρα από τον θυμό και την αγανάκτηση, μέσα από την καλυμμένη δυστυχία αυτών των τριών, συμπάσχουμε με την ανάγκη τους να ζήσουν λίγο καλύτερα, λίγο αλλιώτικα, λίγο όπως οι «άλλοι», οι πιο πάνω…
Ξεχωρίζω τη σχέση του Ντον με τον νεαρό Μπομπ. Μέσα από κινήσεις και μικροδιαλόγους, διαφαίνεται μία σχέση προστάτη-προστατευόμενου, σε ένα βαθύτερο επίπεδο ίσως πατέρα και γιού, ίσως πάλι ο Ντον να προστατεύει τον μικρό ώστε να μη γίνει όλα αυτά που εκείνος και οι απαταιώνες φίλοι τους φοβάται ότι καταλήγουν να πρεσβεύουν. Τον προτρέπει να ζήσει, και να ζήσει καλά. Τον υπερασπίζεται στον Δάσκαλο και διχάζεται ανάμεσα στο προσωπικό του συμφέρον και τη σχέση που έχει δημιουργήσει με τον νεαρό. Το χρήμα και η κερδοσκοπία γίνονται ο πειρασμός που θα τον κάνει να αναρωτηθεί τι αξίζει τελικά περισσότερο: οι σχέσεις ή το κέρδος. Ο Δάσκαλος παίζει τον ρόλο του σάπιου, του τελειωμένου απατεώνα που θέλει να σώσει μονάχα το τομάρι του. Το τρίγωνο Μπομπ-Ντον-Δάσκαλος φανερώνει ένα ακόμα από τα σαθρά σημεία της κοινωνίας που περιγράφει το έργο του Mamet: πώς χάνεται κάθε ηθική, πώς καταπατάται κάθε ηθικός φραγμός μπροστά στην επιθυμία για κέρδος.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια (Άση Δημητρολοπούλου) συνθέτουν ιδανικά τον κόσμο αυτών των τριών. Κάθε αντικείμενο φέρνει τον θεατή πιο κοντά στο χαμένο όνειρο, ενώ τα ρούχα των ηθοποιών αντικατοπτρίζουν (αποτυπώνουν με διαφάνεια σχεδόν) τους χαρακτήρες τους. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών: Χριστόδουλος Στυλιανού (Ντον), Πάρης Σκαρτσολιάς (Μπομπ), Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος), είναι μάλλον το πρώτο δυνατό χαρτί που εμφανίζει στο τραπέζι ο Αμερικάνικος Βούβαλος. Η διαλογή των ρόλων, οι σχέσεις μεταξύ τους, η χημεία επί σκηνής, αλλά και το πόσο έχουν πραγματικά εμποτιστεί με τους χαρακτήρες που παίζουν, είναι κάτι που τους αξίζει πολλά λεπτά χειροκροτήματος (και φυσικά τα πήραν!).
Οι τρεις βγαίνουν από την πόρτα μέσα στη νύχτα, μια νύχτα που περίμεναν να έχει μία εντελώς διαφορετική εξέλιξη. Λες και με έναν παράλογο τρόπο, όταν έπεσε το σκοτάδι, άρχισαν να βλέπουν καθαρά, να διαλύεται η ομίχλη και να αρχίζουν πια να κρίνουν τις καταστάσεις κάπως πιο ανθρώπινα. Το χρήμα κάνει στην άκρη (τουλάχιστον για τώρα), και ο βούβαλος που ποδοπάτησε αξίες, αρχές και άλλων τα κορμιά, τώρα είναι απλώς ένα στρογγυλό πραγματάκι από νικέλιο και χαλκό, πεταμένο κάπου, ίσως σε μία μισοσκισμένη τσέπη.
Και πόσο τελικά αξίζει ένας Αμερικάνικος Βούβαλος ή και δέκα και εκατό τέτοιοι; Σίγουρα όχι όσο μια ανθρώπινη ζωή.
Το ART.harbour σου χαρίζει 3 Διπλές Προσκλήσεις για την παράσταση ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΒΟΥΒΑΛΟΣ για:
Κυριακή 1/1 στις 20:00
Άφησε εδώ το σχόλιό σου ή μάθε περισσότερα στα Social
Ταυτότητα παράστασης
«Αμερικάνικος Βούβαλος»
του David Mamet
Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Θανάσης Σαράντος
Σκηνικό-Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική-Ήχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Κακαβούλας
Επιμέλεια κίνησης: Αυγουστίνος Κούμουλος
Βοηθός σκηνογράφου: Φανή Παϊτάκη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Τρέιλερ: Στέφανος Κοσμίδης
Σύμβουλος δραματουργίας: Μάρκος Τσούμας
Παραγωγή: Ηθικόν Ακμαιότατον ΑΜΚΕ
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will
Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Χριστόδουλος Στυλιανού (Ντον), Πάρης Σκαρτσολιάς (Μπομπ), Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος)
Πού: Φούρνος Μαυρομιχάλη 168 Αθήνα 11472
Πότε: 25 Νοεμβρίου και κάθε Παρασκευή- Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00 έως 8 Ιανουαρίου.
Εισιτήρια: 16 € (κανονικό), 12 € (μειωμένο, φοιτητικό, άνω των 65 και τιμή προπώλησης έως 15/11), 10 € (ανέργων).
Προπώληση: VIVA.GR https://bit.ly/3elnmzV
Διάρκεια: 95’
Κατάλληλο για θεατές 15 ετών και πάνω