Ένας από τους λόγους που τείνω να στραφώ και προς τα ηλεκτρονικά βιβλία είναι τα ταξίδια. Φαντάσου πόσο σπουδαίο και εύχρηστο είναι να μπορείς να κουβαλάς μαζί σου ίσως και ολόκληρη τη βιβλιοθήκη σου! Αυτήν την περίοδο διαβάζω (ξανά) Μουρακάμι και το Ο Κάφκα στην Ακτή. Ένα υπέροχο βιβλίο με πλούσιο, πυκνό περιεχόμενο και μεγάλο όγκο, με τη σαγηνευτική πολύπλοκη γραφή του Χαρούκι Μουρακάμι… Δεν μπορούσα να κουβαλήσω μαζί μου ούτε τις 600+ σελίδες ούτε το βαρύ περιεχόμενο του Κάφκα. Έτσι, ετοιμάζοντας την τσάντα μου για το ταξίδι, αναζήτησα στη βιβλιοθήκη μου ένα βιβλίο με λίγες σελίδες. Στο δεύτερο ράφι, η δεξιά πλευρά είναι αφιερωμένη στε γυναίκες συγγραφείς. Διαβάζω τον τίτλο Μια Γυναίκα. Είναι ένα ακόμα βιβλίο της Ερνό. Ένα ακόμα βιβλίο της που δεν έχω διαβάσει, αφού λιγότερο από έναν μήνα πριν τη γνώρισα μέσα από το Γεγονός.
Η γραφή της με έχει κερδίσει από την πρώτη ανάγνωση. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα λόγου που με συγκινεί και με συναρπάζει: απλός, λιτός λόγος, χωρίς φαμφάρες και μακροσκελείς περιγραφικές προτάσεις, με αιχμή και ουσία. Με ροή. Οι εκδόσεις Μεταίχμιο έχουν κάνει σπουδαία δουλειά στη μετάφραση και είμαι σίγουρη ότι αυτό το βιβλίο θα είναι ο ιδανικός σύντροφος για το ταξίδ μου. Φτάνοντας στον σταθμό του τρένου, μία ανακοίνωση με ενημερώνει πως θα έχουμε 2ω καθυστέρηση. «Πιστεύω ότι γράφω για τη μητέρα μου, γιατί είναι η δική μου σειρά να τη φέρω στον κόσμο…» ξεκινώ να διαβάζω…
Ξεκινώντας από το σημείο που γεννά την ανάγκη για αυτήν την αφήγηση, τον θάνατο της μητέρας της, η Ανί Ερνό ξεκινά μία αναδρομική αφήγηση με πρωταγωνίστρια τη «μία γυναίκα» της ζωής της, τη μητέρα της. Περιγράφοντας τη ζωή της μητέρας της, σαν σε ημερολόγιο, πριν τη γέννησή της και συνεχίζοντας την αφήγηση με εκείνη πια παρούσα, πλάθει το πορτρέτο της γυναίκας που τη σημάδεψε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στη ζωή της. Πρόκειται για το πορτρέτο μιας γυναίκας που (όπως όλες μας) δεν ήταν μία, αλλά πολλές γυναίκες μαζί: ήταν η κόρη, η σύζυγος, η μητέρα, η καλή γειτόνισσα, η επιχειρηματίας, η γιαγιά, η γυναίκα όπως την ήθελε η κοινωνία, και -κάποτε- η γυναίκα όπως ήθελε εκείνη τον εαυτό της. Μέσα από τα μάτια της κόρης, ξεδιπλώνεται (μία ακόμα) γυναικεία φιγούρα που προσπάθησε πολύ για να είναι ο εαυτός της.
Σε πολλές γραμμές της Ερνό νιώθω έντονα την ανάγκη της να ανακαλέσει μνήμες, να μην ξεχάσει, να θυμηθεί και την παραμικρή λεπτομέρεια για τη μητέρα της. Θυμώνει με τον εαυτό της όταν, στο τέλος πια του βιβλίου, θυμάται πως ήθελε να αναφέρει ένα ακόμα περιστατικό που παρέλειψε. Όσο η μνήμη της μητέρας της έσβηνε, τόσο ήθελε εκείνη απεγνωσμένα να οξύνει τη δική της μνήμη. Μέσα από το έργο της αυτό δεν προσπαθεί να εκθειάσει ή να αποκαταστήσει, νομίζω πως προσπαθεί απλώς να αποδεχθεί αυτό που την τρομάζει περισσότερο: ότι δε θα μπορέσει ξανά να πει τη λέξη «μαμά» και να πάρει απάντηση, όποια κι αν είναι αυτή, ότι θα πρέπει πια να ζήσει σε μία νέα εποχή, χωρίς εκείνη. Ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό «καλή» ή «κακή» μητέρα, η συγγραφέας κάνει αρκετά ξεκάθαρο ότι δεν την αφορά να κρίνει τον ρόλο της μητέρας της εν καταλείδι, αλλά να ανάγει τη σχέση τους στον νούμερο ένα παράγοντα που την προσδιόρισε και τη διαμόρφωσε. Στην προσπάθειά της να ανασυνθέσει τη ζωή αυτής της γυναίκας, της γυναίκας που την έφερε στον κόσμο, προσπαθεί να φέρει στο φως όλα εκείνα τα σημάδια που έχει αφήσει η παρουσία της επάνω της.
«Έχασα τον τελευταίο δεσμό που είχα με έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκω πια.»
Το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στην Ανί Ερνό για τη συμβολή της στη λογοτεχνία. Ακόμη κι αν πιστεύω ότι ένα βραβείο δεν προσδιορίζει την αξία ενός καλλιτέχνη, ούτε είναι απαραίτητα αντιπροσωπευτικό αυτής, το φετινό Νόμπελ στην Ερνό σηματοδοτεί αναμφίβολα και κάτι άλλο, κάτι ακόμα: ότι υπάρχει χώρος για διαφορετική γραφή, πέρα από τα στεγανά της ακαδημαϊκής τέχνης. Και αυτό είναι ένα φωτεινό σημάδι. Η Ερνό είναι μια αιχμηρή συγγραφέας, που γράφει γυναικοκεντρικά τολμώντας να μιλήσει για όλα χωρίς να φοβάται, χωρίς να υπερβάλει και χωρίς να υποτιμά τίποτα απ’ όσα (της) συμβαίνουν. Οι αυτοβιογραφίες της καταλήγουν έργα καθολικού ενδιαφέροντος, που αντιπροσωπεύουν γενιές γυναικών. Κορίτσια που πασχίζουν να μεγαλώσουν και να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, γυναίκες που παλεύουν φυλακισμένες στο παρελθόν τους ή σε ένα παρόν που δεν τις δικαιώνει.
Φτάνουμε σχεδόν στο τέλος της διαδρομής. Σε δύο-τρεις στάσεις βρίσκομαι στον προορισμό μου. Οι τελευταίες σελίδες αυτού του λεπτού βιβλίου μού φαίνονται βουνό. Νιώθω ότι κάθε σελίδα που γυρίζω απαιτεί τεράστια δύναμη από μένα. Τα μάτια μου έχουν βουρκώσει, ενώ ολοκληρώνω την ανάγνωση. Στο τελευταίο στάδιο, σαν μία πολύωρη χειρουργική επέμβαση ζωής και θανάτου, συνειδητοποιώ τη μαγεία των λέξεων της Ερνό. Βρίσκομαι σε μία καρέκλα απέναντι στη συγγραφέα. Την έχω δει να γεννιέται, να μεγαλώνει, να απογαλακτίζεται και τελικά να επιστρέφει στην πηγή που της έδωσε ζωή, ένας κύκλος που κλείνει. Δε συγκρατώ πλέον τα δάκρυά μου.
Μέσα από το έργο της Μια Γυναίκα, η Ερνό φέρνει ξανά στον νου μου αυτό που προσπαθώ και η ίδια να ερευνήσω μέσα σε διαφορετικές περιόδους και πτυχές της ζωής μου. Ίσως τελικά οι απαντήσεις που αναζητάμε για τη διαμόρφωση του εγώ, για την αναμόρφωση και την αποδοχή του, να βρίσκονται εκεί, στην πρώτη μας σχέση, στην πρώτη επαφή, στην πηγή της ζωής μας, στη μητέρα μας. Και «τώρα» όπως έγραψε και η Ερνό «όλα δένουν μεταξύ τους».