«Γενικά δε μου αρέσει να προσπερνώ
με ασεβή ταχύτητα
τους αγρούς, τα σπαρμένα, ιδίως τα χέρσα»
Ούτε εμένα μου αρέσει να τρέχω, να τρέχω, να τρέχω. Κάποιες φορές χωρίς σκοπό, άλλες με ανούσιο στόχο, κάποτε δικαιολογημένα και να μην προλαβαίνω να σταθώ ούτε στη λύπη ούτε στη χαρά.
Θέλω κι εγώ…
«να προσκυνήσω τις ξεθωριασμένες απ’ τη βροχή
και τους κλαμένους καιρούς
πινακίδες σταθμών καταργημένων
όπως και να προλάβω ν’ ασπαστώ
τη μακρινή ηχώ σφυρίχτρας
απόηχου σταθμάρχη»
Κι επιθυμώ να κοντοσταθώ μπροστά στους καταργημένους σταθμούς των τρένων της ζωής. Να θυμηθώ, να σκεφτώ, να συγκινηθώ, ν’ αντλήσω δύναμη για την επόμενη μέρα και να ευχηθώ να είναι όμορφη.
Σ’ ευχαριστούμε, Κική Δημουλά, που υπάρχεις στη ζωή μας και τα «δύο βήματα», όπως λες, που «απέχει το έχω από το έχασα», τα κάνεις να μοιάζουν περισσότερα.
Σ’ ευχαριστούμε, που σ’ αυτήν την περίεργη εποχή που ζούμε επιλέγεις να εκφράσεις με ειλικρίνεια και καθαρότητα, λιτά, απλά και ουσιαστικά όλα όσα μας απασχολούν.
Μας δυναμώνεις, που αντέχεις ακόμη να ταιριάζεις τις λέξεις φτιάχνοντας φράσεις γεμάτες νόημα, που επισημαίνουν την ασάφεια των κανόνων που συχνά καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε.
Σε σύγχυση μας οδηγούν, συνήθως…
«Μα φταίνε κι οι εντολές σου
ούτε πλήρεις ούτε ξεκάθαρες είναι» (ΠΡΕΠΕΙ)
και υπογραμμίζουν την τάση μας για το ανέφικτο.
«ικέτευσα της φαντασίας
την πέρα για πέρα του κεφαλιού της τέχνη:
Δώσε σε μένα τα φτερά
αρκεί να είναι ίδια με τα δικά σου
κι όπως εσύ κατέστησες πετώντας
όλα τ’ αδύνατα δυνατά
κι εγώ να το μπορέσω.»
Μας δίνεις το «ΙΔΙΟΣΚΕΥΑΣΜΑ» σου και μπαίνουμε κι εμείς στο «πνιγηρό βαζάκι με την τέφρα σου», ελπίζοντας, πως «κάποιαν άνοιξη άνθρωποι πάλι θα ξαναφυτρώσουμε παρέα».
Ναι! «Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιείς».
Μνήμη, λήθη, όνειρα, έρωτας, φαντασία, φαντάζομαι, σιωπή, σιωπά, αμίλητη. Λίγη ελπίδα, πολλή θλίψη!
Δεν έχει χρώμα φωτεινό η ποίησή σου. Έχει, όμως, φως λαμπερό και διεισδυτικό για να μπορείς να βλέπεις ακόμη και την παραμικρή αραχνιασμένη γωνιά της ανθρώπινης ψυχής.
Τρυπώνεις, χωρίς αναστολές στα άδυτά σου, που – τι παράξενο! – είναι όμοια με τα δικά μας.
Κι ενώ μας φαίνεται το ίδιο «Μακρύ κουραστικό ταξίδι το πεπρωμένο» και ούτε ξέρουμε «αν πάμε ή ερχόμαστε», θαυμάζουμε την τέχνη και την τόλμη σου να τ’ ομολογείς με λέξεις απλές, καθημερινές κι ας είναι τόσο σύνθετο.
Πώς ειρωνεύεσαι, «ΕΝΤΕΛΕΙ», την παντογνωσία;
Λέγοντας:
«απορώ πώς ανέχεσαι να σε αμφισβητεί
εξευτελιστικά
ένα τελείως άγνωστό μας Άγνωστο.
Εγώ στη θέση σου θα έσκιζα τη φήμη μου».
Πώς έχεις το θάρρος να μηδενίζεις την πείρα και να προτρέπεις τη Νεότητα, μακριά της να σταθεί;
Και λες:
«Εκ πείρας σας μιλώ.
Σοφή δεν είναι η πείρα
απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει».
Μιλάς για την προσποίηση, μιλάς για την αγάπη, για το χρέος, τα πρέπει, τους φόβους.
«Κι αυτό υπεύθυνα στο λέω εγώ
μια χαμένη
απ’ τη μεγάλη μου υπακοή στον τύραννο
γονέα μου το Φόβο».
Κι όλα αυτά χρησιμοποιώντας λέξεις που ήδη υπάρχουν, κυκλοφορούν ανάμεσά μας και περιμένουν να έρθεις, να τις πάρεις και να τις κάνεις ποίηση.
Υμνείς τη λέξη ίσως. Ίσως την σπουδαιότερη λέξη της ζωής. ‘Ισως την πιο καθοριστική. Ίσως αν δώσουμε χώρο στην άλλη άποψη, ίσως βελτιωθεί ο κόσμος μας. ’Ισως ίχνη και μόνο αβεβαιότητας να καταστείλουν την ανείπωτη αλαζονεία μας. Ί-σως αυτές οι δυο συλλαβές αντί δειλία, κάποτε θάρρος να θεωρηθούν. Ίσως τότε ο κόσμος μας να γίνει καλύτερος.
Δεν αναφέρεις, όμως, πουθενά μια ελπίδα, μια προοπτική γι αυτό. Γιατί;
Αντί γι αυτές στη «ΒΟΥΛΙΜΙΑ» σου, που είναι και δική μας, λες
«τέρμα τα παραμύθια
ώρα να κλείσουν τα ματάκια τους
οι κακές ορέξεις».
Κι αυτό δεν είναι ευχάριστο, αλλά είναι αληθινό και το δεχόμαστε αναγκαστικά.
«ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΗ» ονομάζεις τη ζωή και προς αυτήν:
«Ψέματα λες, υπήρχε και άλλη
καθ΄ όλα ανώτερή σου
ανθρώπινη κυρίως ζωή
αυτή που δίνουν
τα όνειρα και ο έρωτας».
Βγάζεις συμπεράσματα απογοητευτικά. Βάζεις, όμως, μια μεγάλη άνω τελεία στα ουρλιαχτά των σκέψεών σου και μας προτρέπεις στην επιμονή για τη ζωή, δηλώνοντας «φανατική της ύπαρξης» και χωρίς να το θες – ή μπορεί να είναι και στις προθέσεις σου – δίνεις το παράδειγμα της αισιόδοξης πορείας στα μονοπάτια της πραγματικής ζωής.
Ανάμεσα σε όλα «ΤΟ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ» σου με άγγιξε γιατί κι εγώ «νοσταλγώ την περισπωμένη», όπως γράφεις. Και πάντα…
«με γοήτευε
να βλέπω πώς φυτρώνει ο τόνος πάνω στις λέξεις
σαν έξαφνο ανθάκι που φύτεψε η ανάγκη».
Οι εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ σεβάστηκαν την εκτίμησή σου στους τόνους και τα πνεύματα και τύπωσαν τα ποιήματά σου, όπως ακριβώς τα έγραψες. Φορώντας, δηλαδή, στις λέξεις τη φωνούλα τους, τιμώντας ένα σύστημα γραφής της γλώσσας μας, που χρησιμοποιήθηκε από τον τέταρτο αιώνα προ Χριστού μέχρι το 1982.
Γιατί δεν έχει αντιλογιά η αμφιβολία. Και γιατί η αμφιβολία στηρίζει τη βεβαιότητα. Τα οξύμωρα είναι που οδηγούν στη σύνθεση της ιδέας και της ζωής ολόκληρης.
Μού θύμισες τα σημεία στίξης, και περισσότερο ότι η άνω τελεία χρησιμεύει για να χωρίσει μέσα στη φράση δύο μέρη από τα οποία το δεύτερο επεξηγεί το πρώτο, ενώ το θαυμαστικό μπαίνει στο τέλος της φράσης, που εκφράζει λύπη, χαρά ή θαυμασμό.
Κι έτσι θα βάλω εδώ άνω τελεία στην παρουσίαση της «Άνω Τελείας» σου με τα 27 διαλεχτά ποιήματά της, που τη βινιέτα του εξωφύλλου της επιμελήθηκε ο Σωτήρης Σόρογκας και θα ολοκληρώσω τις σκέψεις μου για το σύνολο του έργου σου με πολλά ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΑ!!!!
Κείμενο: Μαίρη Τορτσέκη
Άνω Τελεία
Κική Δημουλά
Είδος: Ποιητική Συλλογή
Εκδόσεις: Ίκαρος, 2016