Πρώτη φορά τη συνάντησα στο Λύκειο, όταν για χάρη των Πανελληνίων έπρεπε να διαβάσω τον Πληθυντικό Αριθμό. Μία ανάγνωση αρκούσε για να με κάνει να γνωρίσω μέσα από τις λέξεις της την αγάπη.
Αφού πέρασα στη Νομική και είχα αφήσει πίσω μου τις εξετάσεις στη Λογοτεχνία αποφάσισα πραγματικά να γνωρίσω την Κική Δημουλά. Ακολούθησαν κι άλλα ποιήματά της και συλλογές της. Την αγαπημένη μου τη βρήκα στις ντάνες ενός παλαιοβιβλιοπωλείου στο Μοναστηράκι. Σε ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα με κόκκινα γράμματα να γράφουν ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αυτό το βιβλίο ήρθε μαζί μου παντού· από τη Θεσσαλονίκη στον Πειραιά, στην Πράγα και τώρα στην Αθήνα.
Λίγα χρόνια πριν, είχα την τύχη να τη συναντήσω στην Πινακοθήκη Πειραιά. Τόσο στοργική φιγούρα, σαν μια γιαγιά που μας αγαπούσε πριν έρθουμε καν στον κόσμο. Της έδωσα το χέρι μου και της είπα πόσα πράγματα μου έδωσαν τα ποιήματα της. Χαμογέλασε και μου είπε εύχομαι να σου δώσουν και περισσότερα.
Η Κική Δημουλά (ή Βασιλική Ράδου, όπως τη γνωρίσαμε οι αγαπημένοι της αναγνώστες) νομίζω μας έδειξε κάτι πολύ σημαντικό, πως η αγάπη δε χάνεται, και πως αν μπορείς να την εκφράσεις με λέξεις θα γίνεις κι εσύ μαζί της αθάνατος. Ευχαριστούμε κα Δημουλά και καλό σας ταξίδι. Αγγίξτε κι εσείς το “για πάντα” όπως η αγάπη στα ποιήματά σας.
Και εδώ, σου έχω 4+1 Ποιήματά της που θα σου ξυπνήσουν αναμνήσεις και θα σε κάνουν να την αναζητήσεις στα βιβλιοπωλεία.
Γεγονότα
Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό…
Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.
Τοῦ ἀτυχήματος τούτου ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο…
Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
*
Παρανομίες
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.
Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.
Καὶ διαψεύδομαι.
Ασυμβίβαστα
Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.
Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.
*
Γράμμα
Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.
Ο πληθυντικός αριθμός
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη, κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.