Μέσα σ’ όλα σκέφτομαι “για φαντάσου να ‘χες για γιαγιά την Άλκη Ζέη!”. Μα είμαι σίγουρη, πως οι γιαγιάδες όλων μας θα είχαν να μας αφηγηθούν μία ιστορία – και δυο και τρεις – αν τις ρωτούσαμε.
Παίρνω στα χέρια μου το βιβλίο της Άλκη Ζέη, που έφτασε στην πόρτα μου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το φανταχτερό εξώφυλλο της Μυρτώς Δεληβοριά με ξαφνιάζει… έχοντας διαβάσει πολλή Άλκη-Ζέη ως παιδί, είχα συνηθίσει σε διαφορετικά εξώφυλλα, μελαγχολικά, γήινα. Όμως, αυτό το βιβλίο πετάει! Και το εξώφυλλό του κιόλας, το μαρτυρά. Ο Ίκαρος και το Αγόρι – όχι τυχαία οι δυο τους – πρωταγωνιστούν και με προτρέπουν να ξεκινήσω αμέσως την ανάγνωση. Κι εγώ, τους ακολουθώ.
Όπως κάνω πάντα, στέκομαι στο βιογραφικό της συγγραφέως. Μήπως δεν ήξερα τι εστί Άλκη Ζέη; Κι, όμως, είναι διαφορετικό να διαβάζεις μία αγαπημένη σου παιδική συγγραφέα ως ενήλικας πια. Το καπλάνι της βιτρίνας, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Η μωβ ομπρέλα, κάθε τίτλος με συγκινεί, ώσπου νιώθω έναν κόμπο στον λαιμό, αυτόν της νοσταλγίας, της ανάμνησης, λες και ως παιδί η ίδια η Άλκη Ζέη ερχόταν στο δωμάτιο μου και μού διάβαζε τα μυθιστορήματά της. Καταλαβαίνω, όμως, πλέον πώς κάπως έτσι λειτουργεί στην ψυχή ενός παιδιού η συγγραφική ιδιότητα. Τα ονόματα παραμυθάδων που διαβάζαμε παιδιά έχουν χαραχτεί βαθιά στις καρδιές μας, και οι ίδιοι έχουν γίνει άνθρωποι δικοί μας, μάς έχουν αφηγηθεί, μάς έχουν αγγίξει και σε έναν μεγάλο βαθμό έχουν διαμορφώσει αυτό που είμαστε σήμερα.
Φαντάζεσαι, λοιπόν, τη χαρά μου και τον πηγαίο ενθουσιασμό, όταν – ετών 30 πια – συνάντησα για πρώτη φορά την Άλκη Ζέη σε μία από τις εκδηλώσεις του Πολυχώρου Μεταίχμιο.
“Δεν φαντάζεστε πόσο χαρούμενη είμαι που επιτέλους καταφέρνω να σας γνωρίσω από κοντά.”
“Ακόμη κι έτσι, κορίτσι μου;”, μου απάντησε.
Την συγκεκριμένη περίοδο ήταν ασθενής και ταλαιπωρημένη. Της έδωσα το χέρι μου, το έκλεισε στα δικά της και της είπα “Ευχαριστώ, ΕΥΠΟ!” μου χαμογέλασε με ένα τόσο γλυκό και ζεστό χαμόγελο που για μια στιγμή νόμιζα ότι ξανασυναντώ την αγαπημένη μου γιαγιά.
Κάθε που πιάνω ένα νέο βιβλίο έχω την εμμονή να διαβάζω διακαώς μέχρι να βρω το σημείο όπου ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον τίτλο του· στο κείμενο της ιστορίας. Η Άλκη Ζέη δεν με ταλαιπωρεί, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο ήρωάς μας, ο Ίκαρος, δηλώνει πως ήρθε από το πουθενά. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μαθαίνουμε, όχι ακριβώς την ιστορία του μικρού, αλλά περισσότερο την καθημερινότητά του και μαζί με αυτήν, κάποια πράγματα για τη ζωή ενός σύγχρονου παιδιού με το φως της ελπίδας πως όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα· στο χέρι μας είναι!
Με λένε Ίκαρο Λαμπρίδη και μένω στο Παγκράτι στην οδό Δικαιάρχου με την οικογένειά μου. Η οικογένειά μου είναι η θεία μου, η Ελένη-Ιοκάστη Καποδίστρια, το Αγόρι κι εγώ. Είμαι δέκα χρονών…
Ακούω τη θεία μου να λέει στις φίλες της: «Από πού βρέθηκαν αυτά τα ξανθά μαλλιά; Κανείς στο σόι μας δεν είχε. Θαρρείς κι αυτό το παιδί ήρθε από το πουθενά». Ώρες ώρες το πιστεύω κι εγώ πως ήρθα από το πουθενά.
Ο Ίκαρος, είναι μαθητής του δημοτικού και μένει στο Παγκράτι με τη θεία του, την Ελένη – Ιοκάστη, και το Αγόρι, τον αγαπημένο της παπαγάλο. Δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς του, και έτσι δεν έχει ιστορίες να πει στο σχολείο για τα παιδικά του χρόνια. Ο μέχρι τώρα βίος του με την Ιοκάστη παρά είναι περιορισμένος στα βασικά, χωρίς περιπέτειες ή τρυφερότητες. Στο σχολείο, νιώθει διαφορετικός, μη αποδεκτός. Οι δύο καλοί του φίλοι, η Ξένια και ο Μίλτος στέκονται κάθε στιγμή στο πλευρό του. Όταν βιώνει σκληρό bulling, ο φύλακας άγγελός του, ο άστεγος Νώντας – που σύντομα θα γίνει θείος Νώντας – του γνωρίζει μία νέα πλευρά της ζωής, πιο γλυκιά και… εξημερωμένη. Του ανοίγει την αγκαλιά του και του δείχνει τι θα πει οικογένεια. Ο θείος της Ξένιας ο Γιάννης, αλλά και ο δάσκαλος της γυμναστικής του ο Αργύρης και η κοπέλα του η Στέλλα, έρχονται στη ζωή του Ίκαρου και του δείχνουν πώς να ανοίξει τα φτερά για να πετάξει.
Μα τι μπορεί να δένει, θα σκεφτείς, ένα παιδί στο Παγκράτι με τον Τζο Νέσμπο και το παρκούρ;
Και είναι μια καλή απορία. Θα σου πω, όμως, με απλά λόγια ότι ο συνδετικός κρίκος είναι η ανάγκη του ανήκειν. Ο μικρός μας ήρωας, μην έχοντας σημείο αναφοράς, που για όλα τα παιδιά αυτό είναι το σπίτι, οι γονείς του, ψάχνει να βρει σημείο προσδιορισμού. Προσπαθεί να ανακαλύψει σε τι ακριβώς είναι καλός, ώστε να γεμίσει τον χρόνο του, να ξεχωρίσει και να νιώσει πως κι αυτός αξίζει. Το παρκούρ, η τέχνη της φυγής, όπως την αποκαλεί του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Μάλιστα προσπαθεί μόνος του να δοκιμάσει αυτό το παρκούρ. Δεν του αρέσει το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο ή το σκάκι, αλλά ένα άθλημα που στο μυαλό του ίσως τον βοηθήσει να (ξε)φύγει από όλα αυτά που τον κρατούν εγκλωβισμένο και κολλημένο στη γη. Άλλωστε, είναι ένας Ίκαρος, πρέπει να πετάξει!
Κοίταζα γύρω γύρω. Οι κεραίες της τηλεόρασης μου φαίνονταν πυκνό δάσος κι εγώ ο κοντορεβιθούλης χαμένος, χωρίς βοήθεια από πουθενά.
Όταν ακούει ότι μοιάζει με τον Τζο Νέσμπο αναρωτιέται μήπως είναι αυτός ο πατέρας του· αρνείται το όνομά του και θέλει να τον φωνάζουν Νέσμπο. “Λες αυτός ο Νέσμπο να ήτανε ο μπαμπάς μου; Αφού μοιάζαμε τόσο!”, μονολογεί. Ο Ίκαρος, αρνείται την ταυτότητα του, θεωρεί πώς αυτή τον περιορίζει και εφόσον δεν είναι ευτυχισμένος στις συνθήκες ζωής του, ψάχνει μια νέα ταυτότητα. Πολλές φορές μάλιστα αναφέρεται στους αγαπημένους του ήρωες, τον Harry Potter, τον Μικρό Πρίγκιπα που τυχαίνουν της ίδιας μοίρας με αυτόν. Η διακειμενικότητα χαρακτηρίζει σε πολλά σημεία το συγκεκριμένο έργο της Άλκη Ζέη. Οι νέοι άνθρωποι που έρχονται στη ζωή του, θα του διδάξουν με τη στάση τους, πώς η μαγεία βρίσκεται μέσα μας και η οικογένειά μας αποτελείται από τους ανθρώπους που μας αγαπούν και αγαπάμε.
Η συγγραφέας καταφέρνει να εντάξει – αφιερώνοντας άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο χώρο – τα περισσότερα θέματα που απασχολούν τη σημερινή κοινωνία και φυσικά σε έναν μεγάλο βαθμό με αυτά έρχονται αντιμέτωπα και τα παιδιά. Οι άστεγοι στους δρόμους, τα κύματα προσφύγων και οι αντιδράσεις του κόσμου στην άφιξή τους, η ξενοφοβία, η ομοφυλοφιλία και τα στερεότυπα, έχουν μια θέση στο Ένα παιδί από το πουθενά με αναφορές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αφορμή για πολύ σπουδαίες και εποικοδομητικές συζητήσεις στο σπίτι και το σχολείο. Ενώ δεν παραλείπονται τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και η εξέγερση κατά του φασισμού.
Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και με έναν αθώο και αυθεντικό τρόπο προσπαθούν να δώσουν τη δική τους λύση. Εξαιρετικής σημασίας είναι ο ρόλος του παιδαγωγού – οι θέσεις της δασκάλας του Ίκαρου και η αντιμετώπιση της σε καίρια ζητήματα που ανακύπτουν δίνει ένα καλό παράδειγα για τη ζωή στο σχολείο, αλλά και το σπίτι. Η αλήθεια και η ειλικρίνεια είναι σύμμαχοι. Η συμπερίληψη, η συγχώρεση και η μεταμέλεια είναι αρετές, ενώ ο θυμός και η απογοήτευση είναι συναισθήματα φυσιολογικά που τα λαμβάνουμε υπόψη και τα ξεπερνάμε.
Η αναφορά της κας Βάσως στην πορεία της ζωής ενός τζίτζικα στη σελίδα 158 είναι για μένα ένα από τα πιο όμορφα σημεία της ιστορίας και συνοψίζει, κατά τη γνώμη μου, τη γραφή και την καρδιά της Άλκης Ζέη… “ας τον αφήσουμε να τραγουδάει”.
Το bulling, που αποτελεί αναμφίβολα μία από τις πιο σκληρές πτυχές όχι μόνο της σύγχρονης, αλλά και της παλαιότερης, σχολικής πραγματικότητας, είναι ένα θέμα που θίγεται εκτενώς στο βιβλίο. Αυτό που μου φάνηκε αξιοπρόσεκτο και πολύ σημαντικό ήταν ότι στην ιστορία του Ίκαρου, που δέχεται σχολικό εκφοβισμό από έναν συμμαθητή του Πάνο, η Ζέη δεν μένει στη σχέση θύμα – θύτης, αλλά επιλέγει και δίνει στον ήρωά της – με σύμμαχο τον θείο Νώντα – το βήμα να μιλήσει, να αποκαλύψει το γεγονός και το πρόσωπο που τον τρομοκρατεί. Αυτό είναι ένα σοβαρό και σπουδαίο μήνυμα σε μία κοινωνία όπου το θύμα ενοχοποιείται και σωπαίνει. Η δικαιοσύνη επικρατεί και το παιδί, ανάλαφρο πια, ξέρει ότι έκανε το σωστό. Η ιστορία αυτή ας γίνει η αφορμή να μιλήσουμε στα παιδιά μας για ένα την προσωπική σφαίρα και την καταπάτησή της, όχι μόνο για θέματα bulling, αλλά και οποιασδήποτε άλλης μορφής κακοποίηση. Κανείς δεν έχει δικαίωμα στο σώμα μας.
Πόσο όμορφη είναι η περιγραφή της γνωριμίας και της φιλίας και συνεργατικότητας του Ίκαρου με τον Ασάντ, ένα μικρό τυχερό προσφυγόπουλο! Η συγγραφέας χαρίζει απλόχερα στα δύο αγόρια διαφορετικά ταλέντα και τους δίνει την ευκαιρία να ανταλλάξουν γνώσεις και να βοηθήσουν το ένα το άλλο. Κανείς δεν γεννιέται ρατσιστής, φασιστής ή ομοφοβικός, τα παιδιά είναι αθώα, το μυαλό και η ψυχή τους είναι πυλός που πλάθεται από τον περίγυρο. Έτσι, πολύ όμορφα η Ζέη φωτίζει τη σχέση των δύο παιδιών, ενώ συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο της και μία από τις πιο τραγικές σύγχρονες σκηνές ντροπής που ζήσαμε στα ελληνικά σχολεία με γονείς να εμποδίζουν τα προσφυγόπουλα να πάνε στο σχολείο.
Η Άλκη Ζέη γίνεται ένα δεκάχρονο αγόρι, γράφει πρωτοπρόσωπα, με λιτή και κατανοητή γραφή, με χιούμορ και σπιρτάδα, ο λόγος της είναι απολαυστικός για τον αναγνώστη κάθε ηλικίας. Ο Ίκαρος μάς διδάσκει πως μέσα σε μόλις έναν χρόνο τα πάντα μπορούν να ανατραπούν και η ζωή μας να γεμίσει φως και αγάπη. Όπως άλλωστε σχολίασε και η ίδια, «Δεν ήθελα να γράψω στα παιδιά ένα βιβλίο χωρίς καλό τέλος».
Κάτι που ξεχώρισα ιδιαίτερα είναι η σχέση του μικρού πρωταγωνιστή με το Αγόρι, τον ατίθασο παπαγάλο και αγαπημένο της θείας του, Ελένης-Ιοκάστης. Για μένα, αποτελεί και μία από τις πιο έντονες δυναμικές του βιβλίου, γιατί εκεί ο Ίκαρος προβάλει όλα του τα θέλω, τις επιθυμίες, τις ελλείψεις και τις ανασφάλειες θέτοντας στο κέντρο το ερώτημα: εγώ γιατί όχι; Ο παπαγάλος έχει την αγάπη και την απεριόριστη φροντίδα της θείας, ο παπαγάλος έχει μία σχέση ζηλευτή που θα ήθελε να έχει γνωρίσει και το παιδί, όχι απαραίτητα με τη θεία του, αλλά με την οικογένεια του. Έτσι, λοιπόν, ανοιχτά του επιτίθεται, τον θυμώνει, ένα παιδί που βλέπει την αγάπη γύρω του χωρίς να τον αγγίζει. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό απ’ αυτό, γιατί εκεί ανακύπτει το ερώτημα: μήπως τελικά δεν την αξίζω; μήπως είμαι ένα παιδί από το πουθενά;
Υπάρχουν άλλοι τόσοι λόγοι να διαβάσεις το Ένα παιδί από το πουθενά, μα καλύτερα να τους ανακαλύψεις ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του!
Μέσα σ’ όλα σκέφτομαι “για φαντάσου να ‘χες για γιαγιά την Άλκη Ζέη!”. Μα είμαι σίγουρη, πως οι γιαγιάδες όλων μας θα είχαν να μας αφηγηθούν μία ιστορία – και δυο και τρεις – αν τις ρωτούσαμε. Ας κάνουμε αυτήν την άσκηση για τις γιορτές, όσοι έχουμε την τύχη να έχουμε στο περιβάλλον μας ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, ας τους ζητήσουμε να μάς διηγηθούν μια ιστορία από τα παιδικά τους χρόνια. Και τότε, να δεις, που θα λαχταρήσουμε και παραπάνω!