«Η Ελλάδα έχω καταλήξει από καιρό σ’ αυτό το συμπέρασμα, είναι μια συγκεχυμένη αίσθηση –θ’ άξιζε να βρεθεί γι’ αυτήν ένα γραμμικό σύμβολο– που η ανάλυσή της, η εύρεση των αντιστοιχιών της σ’ όλους τους τομείς, αναπαράγει αυτόματα και σε κάθε στιγμή την ιστορία της, τη φύση της, τη φυσιογνωμία της.»

Όταν έφυγα για Πράγα ήμουν όχι απλώς τσακωμένη με την Ελλάδα… ήμουν έξαλλη μαζί της! Ήθελα πάση θυσία να φύγω μακριά της. Μαζί, όμως, πήρα δύο-τρία μετρημένα βιβλία. Ένα από αυτά ήταν μια ποιητική συλλογή του Ελύτη που είχα βρει (κλασικά) σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι. Και είναι περίεργο πως μες τη δυσαρέσκειά μου γι’ αυτήν τη χώρα που “μ’ έδιωχνε” κάθε μέρα, εγώ ήθελα να κρατήσω την ελπίδα ότι κάποια στιγμή ο γαλανός της ουρανός, το βαθύ μπλε της θάλασσας και το λαδί της ελιάς θα με ξανά υποδεχθούν -όταν είμαι έτοιμη να γυρίσω πίσω.

Μάλλον υποσυνείδητα, και τότε ακόμη, γνώριζα ότι δεν ήμουν τσακωμένη με τη χώρα, με το χώμα και τον ήλιο της, ήμουν τσακωμένη με τους ανθρώπους της, με το σύστημα, με την κοινωνία και τα στερεότυπα που κυριαρχούσαν -και κυριαρχούν. Ο ελληνισμός, αναφέρει ο Ελύτης, για την ώρα τουλάχιστον, επέτυχε ως γένος, αλλ’ απέτυχε ως κράτος!

Θυμάμαι καλά ότι όλες τις φορές που μου έλειπε η πατρίδα μου, τα ποιήματα του Ελύτη μού θύμιζαν το γιατί. Και όταν πια γύρισα, ήξερα πλέον ότι ό,τι μου έλειπε ήταν πέρα για πέρα αληθινό· όλο το δέσιμο με το μπλε αυτής της χώρας ήταν η ελπίδα που με βοήθησε να επιστρέψω, να σταθώ στα πόδια μου και να πω, τελικά, ότι είμαι ευλογημένη που γεννήθηκα εδώ και που (κυρίως, για μένα) μιλώ αυτήν την υπέροχη γλώσσα ως μητρική.

Σήμερα είναι Κυριακή, μία μέρα που χρόνια τώρα μού θυμίζει Ελλάδα όσο καμία άλλη. Ίσως είναι που κάθε Κυριακή τα τελευταία χρόνια συνηθίζω να βάζω από το πρωί στο ράδιο έναν σταθμό που παίζει ελληνική μουσική για να συνοδεύσει τον ελληνικό καφέ μου στο μπαλκόνι. Άλλοτε με συνοδεύει ένα σταυρόλεξο, κι άλλοτε ένα αγαπημένο βιβλίο που συνήθως έχω ολοκληρώσει και απλώς επανέρχομαι στις σελίδες του σαν δυο φίλοι που ανταμώνονται μετά από καιρό και συζητούν για τα παλιά.

Πριν λίγο καιρό ήρθε στα χέρια μου το νέο βιβλίο των εκδόσεων Ίκαρος, Η Ελλάδα του Ελύτη και στην αρχή ομολογώ πως σκέφτηκα τι σύμπτωση, που αυτό το βιβλίο με βρίσκει σε (άλλη) μία κρίση με τη χώρα μου, τη στιγμή που αυτή γιορτάζει τα 200 χρόνια ανεξαρτησίας…

Σε ένα τόσο δα βιβλιαράκι 140 σελίδων χωράει ολόκληρος ο Ελύτης; Όλο το έργο του και η σπουδαιότητα αυτού ίσως όχι. Όμως, αυτές οι 140 σελίδες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η επιτομή της ελυτικής σκέψης, αλλά και των ερωτημάτων και των αντίθετων συναισθημάτων του σύγχρονου Έλληνα. Η Ελλάδα του Ελύτη εν συντομία περιλαμβάνει τα βασικά τμήματα που αποτελούν αυτή τη χώρα· η ιστορία του έθνους, η ελληνική γλώσσα, η θάλασσα, το Αιγαίο, η μοναδική ελληνική φύση, η ελληνική τέχνη, οι ίδιοι οι Έλληνες, είναι όλα εδώ, σε αυτές τις σελίδες.

Όπως συνηθίζουν οι εκδόσεις Ίκαρος, αυτή είναι μία ακόμη εξωτερικά και εσωτερικά αισθητικά όμορφη και προσεγμένη έκδοση. Από την επιλογή του χαρτιού του εξωφύλλου και τις μπλε λεπτομέρειες στον τίτλο του βιβλίου και στους τίτλους των κεφαλαίων –αυτού του ιδιαίτερου μπλε που δε θα μπορούσε να ταιριάξει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο χρώμα στην Ελλάδα του Ελύτη– μέχρι τη γραμματοσειρά του κειμένου και τη στοίχιση, την επιλογή των συνοδευτικών εικόνων, όλα συντελούν στην ξεχωριστή ομορφιά αυτού του βιβλίου συντροφιάς, ενός βιβλίου συμβουλευτικού και, για μένα, οδηγού επιβίωσης στη σύγχρονη Ελλάδα.

Ένα ρίγος με διαπερνά όταν συνειδητοποιώ ότι χάνομαι στις εικόνες που η γραφή του συγγραφέα δημιουργεί, ένα ρίγος που μάλλον έχει να κάνει περισσότερο με την παρουσία του στο δωμάτιο. Όταν οι λέξεις μπαίνουν σε σειρά από το χέρι του Οδυσσέα Ελύτη δεν μπορείς να κρυφτείς, δεν μπορείς να αποφύγεις. Με γλυκύτητα και κομψότητα τα φέρνει όλα εδώ, τα πάθη και τις πληγές της ελληνικής ψυχής. Ο Ελύτης γνωρίζει καλά ότι η Ελλάδα περνά από σαράντα κύματα που έρχονται και ξανά έρχονται, το ίδιο και ο Έλληνας. Μα σε κάθε καημό στρέφει την προσοχή μας στο μεγαλείο αυτού του τόπου, στο βάλσαμο της φύσης που μέσα από την ταπεινότητα και την απλότητά της αποδεικνύει το μεγαλείο της.

«Η Ελλάδα είναι η χρυσή χώρα της Λιγοσύνης που αχρηστεύει την αξία του αριθμού.»

Αυτή η συλλογή εκατόν τριάντα αποσπασμάτων πεζού λόγου του Ελύτη, σε ανθολόγηση και επιμέλεια της ποιήτριας και φιλολόγου Ιουλίτας Ηλιοπούλου, εκδόθηκε ως ένας εορτασμός των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ως ένας εορτασμός της επετείου των διακοσίων χρόνων ύπαρξης του Νεοελληνικού Κράτους. Πρόκειται ουσιαστικά για τον εορτασμό των λέξεων, του λυρισμού και της ελυτικής γραφής μέσα από στιγμές των βιβλίων του: Ανοιχτά Χαρτιά (1974), Εν Λευκώ (1983) -από τις εκδόσεις Ίκαρος- και Συν τοις Άλλοις (2011) –συλλογή συνεντεύξεων του Οδυσσέα Ελύτη από τις εκδόσεις Ύψιλον.

Ο στοχαστής Ελύτης, αυτός ο ποιητής-φιλόσοφος, με τη συντροφιά των συμβόλων του δεν ωραιοποιεί την Ελλάδα, ελπίζει σε αυτήν, αρκείται σε ό,τι έχει αυτή η χώρα να προσφέρει για να χτίσει το μέλλον. Ξεχωρίζει το λευκό και το μαύρο της και προσδοκά πώς με το μπλε του γιαλού και του ουρανού της, το πράσινο της χλωρίδας της, το κίτρινο του λαμπρού φωτός της, θα ζωντανέψει από κάθε καταστροφή. Μία από τις αγαπημένες μου στιγμές του βιβλίου είναι το σημείο που αναφέρει πως θα άξιζε να βρεθεί ένα γραμμικό σύμβολο για αυτήν τη χώρα, για την αίσθηση που προσφέρει.

«…ελιά και λουΐζα, μάρμαρο και πευκώνας, νεράντζι και θαλασσόβραχος, πάντοτε στα όρια του θαύματος.»

Οι λέξεις μου -και κανενός- δε θα μπορέσουν ποτέ να περιγράψουν επαρκώς το δώρο του Ελύτη στην ελληνική γλώσσα. Ήταν κι αυτή μία σχέση δούναι και λαβείν. Ο Ελύτης αποδείχθηκε από νωρίς ένας από τους πιο άξιους και θαυματουργούς χειριστές της ελληνικής γλώσσας. Τη μητρική του γλώσσα τη λάτρεψε σαν θεότητα και τη χειρίστηκε με μία σχεδόν τελετουργική πρακτική. Ο Ελύτης ήταν αφοσιωμένος στην ελληνική γλώσσα. Έβλεπε τις τρεις χιλιετίες στην υπόστασή της, μα και την αγέραστη παροντική μορφή της. Η γλώσσα γι’ αυτόν είναι η μήτρα που γεννά μικρά θαύματα. Τη σέβεται και υποκλίνεται στο μεγαλείο της όπως θα έκανε στη θάλασσα, και εκείνη, στα χέρια του ποιητή και δοκιμιογράφου, υψώνεται στο γαλάζιο του ουρανού και λατρεύεται ως το απέραντο του πελάγους, κατακτώντας έτσι μαζί με τα γραπτά του μια θέση στην αιωνιότητα. Θα ‘θελα, γράφει, να κοιμηθώ μια μέρα και να ξυπνήσω σε έναν αιώνα όπου και τα πουλιά ακόμη να κελαηδούν ελληνικά και νικητήρια.

«Λέξεις, αλλ’ αυτή τη φορά τοποθετημένες κατά τέτοιον τρόπο που να συλλαμβάνουν εκείνο που μας υπερβαίνει. Και μήπως τι άλλο είναι η ποίηση; Ένα κυνήγι ατέρμονο που άρχισε πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, κάπου εκεί στη μέση της θάλασσας του Αιγαίου, όταν ο Αρχίλοχος στην Πάρο και η Σαπφώ στη Λέσβο, με λέξεις ελληνικές, εγκαινίαζαν μια καινούργια τέχνη, εκείνη που εξακολουθούμε ως τις μέρες μας να ονομάζουμε “λυρική ποίηση”.»

Ξεφυλλίζω άλλη μια φορά αυτό το μικρό τομίδιο. Κάποιες από τις φράσεις του Ελύτη που έχω υπογραμμίσει τρυπούν την καρδιά μου σαν αγκάθια, ενώ άλλες αγγίζουν κάτι πολύ βαθιά μέσα μου, με συγκινούν και τα μάτια μου βουρκώνουν. Αναρωτιέμαι αν μιλά η μνήμη του DNA μας, όλα αυτά που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά σε τόσες εκατοντάδες γενιές Ελλήνων και έτσι, πράγματι, σε έναν βαθμό το ένδοξό μας παρελθόν είναι πάντα εδώ, μαζί με την ομορφιά και την ασχήμια αυτής της χώρας.

Ενώ κλείνω το βιβλίο και το τοποθετώ μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία του δημιουργού στη βιβλιοθήκη μου συνειδητοποιώ ότι παρ’ όλα τα στραβά και τα ανάποδα, μένω εδώ, όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες. Θυμάμαι αυτό που μας έλεγε ο πατέρας μου πάντα για την αγάπη του για τον Πειραιά, όπου και να γυρίσεις να κοιτάξεις θα βλέπεις θάλασσα. Και ανάγω αυτήν τη θεωρία σ’ ολόκληρη τη χώρα, από όποια κορφή κι αν κοιτάξεις στο τέρμα του ορίζοντα θα ‘ναι μια ακτή.

Μένω εδώ και σε μεγάλο βαθμό νιώθω όλα όσα έκαναν τον Ελύτη να γράψει πως ένιωθε ένας αριστοκράτης που είχε -ο μόνος που είχε- το προνόμιο να λέει τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα”. Και έτσι, αυτή η Κυριακή μου πλημμυρίζει αγνό Ελληνικό Φως. 

«Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Αυτή που εξαναγκάζεται και τους ίδιους τους υπηκόους της να καταπονεί και σ’ έναν διεθνή χορό μεταμφιεσμένων να μετέχει με το φόρεμα της Ευρωπαίας. Και υπάρχει η άλλη, που εξακολουθεί να υπακούει στον Ηράκλειτο και στον Μακρυγιάννη. Η πρώτη μπορεί να καταλυθεί μια μέρα. Η δεύτερη, ακόμη και αν μείνει χωρίς υπόσταση, ποτέ. Τουλάχιστον εγώ, γι’ αυτήν υπάρχω.»


Η Ελλάδα του Ελύτη

Οδυσσέας Ελύτης

Ανθολόγηση-Επιμέλεια: Ιουλίτα Ηλιοπούλου

Είδος: Συλλογή Κειμένων

Εκδόσεις: Ίκαρος, 2021

Εγγραφείτε στο newsletter του ART.harbour

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.


Εσύ τι λες;

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ