Είχα μόλις επιστρέψει στην Αθήνα και αυτό που περισσότερο απ’ όλα σκεφτόμουν ήταν ότι τώρα πια θα είχα τη δυνατότητα να συγκεντρώσω όλα μου τα βιβλία, παλιά και νέα, διαβασμένα και αδιάβαστα, στη νέα μου βιβλιοθήκη. Οι κούτες μεταφοράς που βρίσκονταν στοιβαγμένες στο πατρικό μου είχαν όλες ταμπέλες ανά είδος και ποσότητα βιβλίων. Λίγο πριν φύγω έριξα μια ματιά στο πατάρι με όλα τα βιβλία που είχε συλλέξει ανά τις δεκαετίες ο πατέρας μου. Τα περισσότερα ήταν ιστορικά ή πολιτικά και κάποια ταξιδιωτικά. Τότε, όμως, έπιασα στα χέρια μου ένα πολύ γνωστό σε μένα βιβλίο.
Ασπρόμαυρο εξώφυλλο με τυπωμένη την αχνή φωτογραφία μιας γυναίκας μέσα στο πλήθος· μαύρα ρούχα, μαύρα καρέ μαλλιά και έναν μπερέ και στον τίτλο η λέξη ΜΠΛΟΥΜ. Ήταν ένα από τα λιγοστά βιβλία της μητέρας μου, ένα από τα πρώτα βιβλία ενηλίκων που θυμάμαι να αντικρίζω ως παιδί, με αυτήν τη χαρακτηριστική λέξη ΜΠΛΟΥΜ να έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου. Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ του Χάινριχ Μπελ, που τιμήθηκε μάλιστα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, βρισκόταν στην κατοχή μου όχι μία, αλλά δύο φορές! Η σύγχρονη έκδοση του τίτλου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο μού απεστάλη λίγο καιρό πριν και ήξερα πια ότι είχε έρθει η ώρα να μάθω γιατί και πώς χάθηκε τελικά η τιμή της γυναίκας με το τόσο ενδιαφέρον ονοματεπώνυμο.
Η επανέκδοση ανήκει στη σειρά Μεγάλες Αφηγήσεις των Εκδόσεων Μεταίχμιο, όπου συμπεριλαμβάνονται βιβλία που άξια κατέκτησαν τις θέσεις τους σε εκατομμύρια βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο. Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ είναι ακριβώς ένα τέτοιο βιβλίο· επίκαιρο όσο ποτέ, επικεντρώνεται στη ζωή μίας γυναίκας που λοιδορείται ανελέητα από τον Τύπο και την κοινή γνώμη. Αυτό που πράγματι αγάπησα στον Χάινριχ Μπελ είναι ότι προσφέρει ένα γυναικοκεντρικό μυθιστόρημα σε μία φαλλοκρατική εποχή και με τη διαχρονική γραφή του τού επιτρέπει να ταξιδέψει ανά τους αιώνες.
Αναμφίβολα θίγονται πολλά ακόμη κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, αλλά αυτό στο οποίο εγώ επιθυμώ σε αυτήν την παρουσίαση να εστιάσω περισσότερο είναι η γυναίκα· το πώς ο συγγραφέας – ακόμη και μέσω της αρνητικής αυτής κατάστασης – καταφέρνει σχεδόν να αγιοποιήσει την ηρωίδα του, εξυψώνοντάς την όχι σε μάρτυρα αλλά σε θεϊκή παρουσία – τιμωρό και φορέα δικαιοσύνης.
Βρισκόμαστε στην Κολωνία της Γερμανίας τη δεκαετία των 70s, και πιο συγκεκριμένα το έτος 1974. Η Καταρίνα Μπλουμ είναι μία νεαρή οικιακή βοηθός, έντιμη, οργανωτική, ισορροπημένη με σχέδιο για τη ζωή της. Η βασική της απασχόληση είναι στο σπίτι ενός μεγάλου δικηγόρου ονόματι Μπλόρνα. Ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Στο μέσο της καταιγίδας ο πυρήνας του ενδιαφέροντός της, Λούντβιχ, καταζητούμενος από τη γερμανική αστυνομία. Ενώ τον βοηθά να διαφύγει ξέρει κιόλας καλά ότι κάθε απόφαση στο εξής, κάθε κουβέντα που θα βγαίνει από το στόμα της θα γίνεται από μυρμήγκι ολόκληρος ελέφαντας. Η Καταρίνα διασύρεται δημόσια, η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ έχει πια εισβάλλει στη ζωή της για τα καλά, και τίποτα δε θα είναι πλέον ίδιο.
Το ερώτημα είναι πώς καταλήγει μία γυναίκα σαν την Καταρίνα να δολοφονήσει έναν δημοσιογράφο;
Μπορεί η αυτοδικία να θεωρηθεί ορθή απόδοση δικαιοσύνης;
Και, το πιο σημαντικό τελικά, η ελευθερία του λόγου επιδέχεται περιορισμούς;
Πρόκειται για το περίφημο μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ (Heinrich Böll) με τίτλο Die verlorene Ehre der Katharina Blum oder: Wie Gewalt entstehen und wohin sie führen kann. Πώς μπορεί να γεννηθεί και πού μπορεί να οδηγήσει η βία, με αυτήν τη διευκρίνιση της Σώτης Τριανταφύλλου, η οποία υπογράφει τον πρόλογο της έκδοσης δίνεται καθαρά πια το θέμα του βιβλίου και το κεντρικό θέμα στο οποίο καλείται ο αναγνώστης να πάρει θέση.
Ο Μπελ ήταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος. Γεννημένος και ο ίδιος στην Κολωνία μάχιμος εχθρός του ναζισμού και αντικομφορμιστής, αναγκάστηκε να υπηρετήσει στον γερμανικό στρατό κατά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, κάτι που τον σημάδεψε λόγω των αντιστασιακών φρονημάτων του. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του ξεκίνησε τη συγγραφή – πρώτα διηγήματα και ύστερα μυθιστορήματα. Το 1972 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Όταν µε ρωτούν πώς ή γιατί γράφω αυτό ή το άλλο, έρχοµαι πάντα σε δύσκολη θέση. Θα ήθελα πολύ να προσφέρω τόσο σ’ αυτόν που µε ρωτάει όσο και στον εαυτό µου µια διεξοδική απάντηση αλλά ποτέ δεν το καταφέρνω. Δεν µπορώ να ανασυνθέσω το πλαίσιο της δηµιουργίας καθ’ ολοκληρίαν, ωστόσο µακάρι να µπορούσα, ώστε τουλάχιστον η δική µου λογοτεχνία να γίνει µια διαδικασία λιγότερο µυστηριώδης και περισσότερο απτή, σαν να φτιάχνεις γέφυρες και να ψήνεις ψωµί».
Χάινριχ Μπελ
Καθ’όλη την εξιστόρηση των παθών της Καταρίνα Μπλουμ, ο συγγραφέας παραμένει αντικειμενικός, χωρίς εμπλοκή με τα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται – παρατηρεί. Ωστόσο, σε μία δεύτερη ματιά κάθε άλλο παρά αμέτοχος είναι – πώς θα μπορούσε άλλωστε! – εντέλει με τις πεποιθήσεις και τις αξίες τις οποίες πρεσβεύει να τον προλαβαίνουν. Τριτοπρόσωπη αφήγηση, με τον λόγο να δίνεται στους ήρωες σε συγκεκριμένες στιγμές και καθαρή παράθεση των γεγονότων, ο συγγραφέας λειτουργεί ως απλός αναμεταδότης των ειδήσεων. Η μάχη, όμως, του Μπελ δεν του επιτρέπει να μην σταθεί υπέρ αυτού που θεωρεί δίκαιο και καταδικάζει με τη φρασεολογία του ό,τι θεωρεί χυδαίο και ξεδιάντροπο.
Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα που απασχολούν τον συγγραφέα – και μάλλον απαντώνται κατά τη ροή της ιστορίας – είναι το πώς και κατά πόσον η υποψία ενοχής, ακόμα κι αν δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί ή τελικά καταλήξει να μην επιβεβαιωθεί ποτέ, μπορεί να αποκλείσει το άτομο από την κοινωνία εξοστρακίζοντάς το οριστικά. Εδώ, η Καταρίνα Μπλουμ γίνεται φανερά αυτό το άτομο, και ο νόμος της ζούγκλας επικρατεί κατά αυτής. Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, που είναι ο κάτοχος της εξουσίας στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρός, επιβάλλεται στη ζωή της ηρωίδας προσβάλλοντας την τιμή και την υπόληψή της με τον χυδαιότερο τρόπο. Μέσα στις 216 σ
Ο αναγνώστης διαπιστώνει μέχρι που μπορεί να φτάσει η ελευθερία του λόγου, όταν η ασυδοσία του Τύπου εκμεταλλεύεται τα πάντα για την είδηση και αναρωτιέται αν υπάρχουν τελικά ή αν θα έπρεπε να υπάρχουν όρια σε αυτήν την ελευθερία. Όπως ακριβώς ορίζεται και στο δικό μας Σύνταγμα, η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που ξεκινά η ελευθερία του άλλου, γι’ αυτό ακριβώς τίθενται περιορισμοί, αλλά και περιορισμοί των περιορισμών. Στην περίπτωση της Καταρίνα Μπλουμ τα όρια δεν τέθηκαν ποτέ, οι αρχές δεν προστάτευσαν ούτε λεπτό την ίδια από τον διασυρμό ενοχοποιώντας την για πράγματα πολύ πέρα από τον φόνο.
Στη Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ δικάζεται από την κοινωνία μία γυναίκα που ήθελε να ζήσει. Είναι πολύ θαυμαστό το πόσο αριστοτεχνικά ο Μπελ αντιστρέφει τους ρόλους του θύτη και του θύματος με αποτέλεσμα τελικά να προκαλείται η συμπάθεια του αναγνώστη για μία δολοφόνο (Καταρίνα) και η απέχθεια για το θύμα (Τέτγκες).
Θυμίζοντάς μου σε πολλές στιγμές το κλασικό καφκικό αδιέξοδο, η τροπή που έχει πάρει η ζωή της Καταρίνα φαίνεται να μην έχει γυρισμό. Ο Μπελ εδώ, όμως, σε άκρα αντίθεση με τον Φραντζ Κάφκα δίνει στην ηρωίδα του τη δύναμη και την ψυχραιμία να αντιδράσει στις δράσεις των υποηρώων· ο αναγνώστης γνωρίζει εξαρχής ότι η Μπλουμ δεν έμεινε άπραγη απέναντι στην αδικία, ενήργησε και μάλιστα με τον πιο τελεσίδικο τρόπο εκδίκησης, τον φόνο. Η αφήγηση γίνεται εκ του αποτελέσματος, με τον συγγραφέα απλώς να περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτό.
Η Καταρίνα Μπλουμ είναι μία πολύ ξεχωριστή ηρωίδα. Για μένα είναι η γυναίκα κάθε εποχής. Στην ομολογία της για τη δολοφονία του δημοσιογράφου, η Καταρίνα αναφέρει πως πυροβόλησε τον Τέτγκες όταν εκείνος προσπάθησε να κάνει σεξ μαζί της, ενώ εκείνη αρνήθηκε. Πολλοί θα σπεύσουν να αναρωτηθούν αν όντως κάτι τέτοιο αληθεύει ή αν είναι απλώς μία προσπάθεια να καλύψει το πάθος της για εκδίκηση για όσα είχαν προηγηθεί. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της ιστορίας η γυναίκα Καταρίνα αμφισβητείται σε όλες τις πτυχές της ζωής της.
Πρώτα, φαντάζει αδιανόητο πώς μια νεαρή οικιακή βοηθός κατάφερε να αποκτήσει σπίτι και αυτοκίνητο, να είναι άνετη οικονομικά χωρίς τη βοήθεια ενός άντρα. Ο Μπελ εδώ – και είναι ένα από τα σημεία που με έκαναν να τον εκτιμήσω περισσότερο ακόμα – στοιχειοθετεί την υπόθεση της Μπλουμ με όλες τις αποδείξεις για την εξαιρετική της οργανωτικότητα, την εξυπνάδα της και το ταλέντο της στην οικονομία καθώς κατάφερε να στήσει μόνη της ένα σπιτικό και μία καλοσυγυρισμένη ζωή.
Έπειτα, είναι φοβερό το πόσο χώρο πιάνει – όχι τυχαία – στο βιβλίο η φράση “επισκέψεις κυρίου”. Η γυναίκα στοχοποιείται για μία ακόμη φορά – ανεξαρτήτως αν η ηρωίδα είχε ή όχι εραστές – για την αισθηματική της ζωή. Είναι χυδαία, είναι προκλητική, ανήθικη, είναι ένοχη κάθε γυναίκα που τολμά να ξεφύγει από τον ρόλο που η κοινωνία της έχει δώσει. Για μία ακόμη φορά ο Μπελ στέκεται σε ένα εξαιρετικά φλέγον ζήτημα που σχεδόν μισό αιώνα μετά ακόμη ταλανίζει τις κατά τα άλλα σύγχρονες κοινωνίες. Η Καταρίνα στοχοποιείται γιατί αγάπησε, γιατί ίσως φλέρταρε ακόμα, και γιατί δέχθηκε φλερτ.
Σε όλη αυτήν την εξωφρενική τροπή της ζωής της τη συνοδεύουν και τη στηρίζουν ορισμένοι μονάχα άνθρωποι. Οι συμπρωταγωνιστές της ηρωίδας, με πρώτο πρόσωπο τον Μπλόρνα, στην προσπάθειά τους να συμπαρασταθούν και να υπερασπιστούν την Καταρίνα στοχοποιούνται και οι ίδιοι και καταλήγουν στην ίδια μοίρα αποβολής από την κοινωνία που τους ξερνά στην υποψία της διαφορετικότητας ή της ενοχής.
Θεωρώ σκόπιμο να σταθώ στη σύλληψη και τον σχεδιασμό του εξωφύλλου από τον graphic designer Redoine Amzlan. Η εξαιρετική επιλογή των χρωμάτων με φόντο την ασπρόμαυρη – μάλλον ολότελα γκρίζα – φιγούρα της ηρωίδας, Καταρίνα Μπλουμ, με το κίτρινο χρώμα να καλύπτει μόνο μία μικρή γωνίτσα πάνω αριστερά, ενώ ανοίγοντας το βιβλίο εξαπλώνεται σαν χολέρα στο εσωτερικό εξώφυλλου και οπισθόφυλλου. Ο κιτρινισμός του Τύπου είναι το πέπλο που καλύπτει και τελικά κατακερματίζει τη ζωή της Καταρίνα. Πολύ στοχευμένα ο σχεδιαστής επιλέγει μία βαθιά κόκκινη λωρίδα σκισμένου χαρτιού για να καλύψει τα μάτια της ηρωίδας στο εξώφυλλο. Το κίτρινο της ώχρας φέρνει στον νου τη λάσπη που δέχεται το όνομα της γυναίκας αυτής, ενώ η εξαιρετική λεπτομέρεια του ροζ στο οπισθόφυλλο και ελαφρώς στα μπροστινό πορτραίτο της παραπέμπτει στην αθωότητα της ψυχής της πρωταγωνίστριας, την τρυφερότητα και την ανάγκη της για συντροφικότητα.
Το βιβλίο μοιάζει με μία βρεγμένη τσαλακωμένη εφημερίδα, μάλιστα θα έλεγα, με τα χίλια δυο της κομμάτια και μόνη τη φιγούρα της Καταρίνα Μπλουμ να στέκει ακέραιη μειδιώντας ελαφρώς. Σε μία μοντέρνα έκδοση του κιτρινισμού του Τύπου, ο Redoine Amzlan αναγεννά τα απομεινάρια της ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ και προσφέρει στη νέα αυτή έκδοση του Μεταιχμίου ένα εξώφυλλο – περίληψη του έργου του Χάινριχ Μπελ. Έχοντας πια διαβάσει την Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ, τοποθετώντας τη στα ράφια της βιβλιοθήκης του, σε μία τελευταία ματιά ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η ιστορία είχε ήδη ειπωθεί όταν κιόλας έπιασε στα χέρια του το βιβλίο για πρώτη φορά.
Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο. Η γραφή του Μπελ διαφέρει από τα συνήθη μυθιστορήματα, περισσότερο θυμίζει αφηγητή σε ντοκιμαντέρ, και η εναλλαγή των προσώπων αφήγησης κάποιες φορές ίσως περιπλέκει την πορεία των πραγμάτων. Παρά τον μικρό του όγκο – μόλις 216 σελίδες και 58 κεφάλαια – πρόκειται για ένα ιδιαίτερα μεστό έργο που κάθε λέξη του μετρά. Ο σκοπός του συγγραφέα δεν είναι η επίλυση ενός μυστηρίου, η εύρεση του δολοφόνου, εδώ ο δολοφόνος είναι ο ήρωας. Αυτό που διερευνάται είναι ο ιστός γύρω από το έγκλημα, ο ιστός που η αράχνη – βία γεννά, πλέκει και πολλαπλασιάζεται. Και κυρίως, πώς μέσα από μία μεμονωμένη ιστορία διαφαίνονται καθαρά η αποσάθρωση της κοινωνίας συνολικά και των μελών αυτής ατομικά.
Ακολούθησε το ART.harbour και κάνε δικά σου δύο αντίτυπα του βιβλίου
“Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ”!