Άρης Κοντός: εσωστρεφής κεντρικός αντιήρωας. Επιθυμεί κάτι που θα τον κάνει ιδιαίτερο και μοναδικό, κάτι που θα διαλύσει τη ρουτίνα του, χωρίς ωστόσο να κάνει οτιδήποτε γι’ αυτό. Η ικανότητα της υπερφυσικά οξυμένης ακοής που τον βρίσκει ξαφνικά, θα γίνει το πετραδάκι στην ήρεμη μεν πληκτική δε λίμνη της καθημερινότητάς του. Κι όπως κάθε νεοαποκτηθείσα προίκα φέρει το δικό της ειδικό βάρος έτσι και η προίκα του Άρη θα βαλθεί εξαρχής να τον αποσυντονίσει.
Ο ήρωας γίνεται εν μια νυκτί αυτήκοος μάρτυς των ήχων της περιοχής του, ακόμη και των πιο μακρινών. Αν και αδυνατεί να διαχειριστεί το ηχητικό κουβάρι που καταλήγει στα αυτιά του, προσπαθώντας αρχικά να το ξεφορτωθεί, τελικά τα καταφέρνει και συμφιλιώνεται με το νέο του χάρισμα.
Η ευρύτερη γειτονιά και κυρίως η αθηναϊκή πολυκατοικία που μένει είναι οι ηχοκυψέλες που του δίνουν τη χαρά της κρυφής ακοής. Γνωρίζεται με τους ενοίκους της πολυκατοικίας και ρουφάει κάθε ήχο και παραμικρό θόρυβο που εκπέμπουν. Το ρετιρέ ακριβώς πάνω από το διαμέρισμά του σύντομα θα του κεντρίσει την προσοχή καθότι παρουσιάζει ξεχωριστό ηχητικό ενδιαφέρον.
Ένοικός του είναι ένας ζωγράφος, ο εκκεντρικός, κοσμικός και με ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες Φίλιππος Ροδόπουλος. Ο Άρης θα συνειδητοποιήσει ότι θέλει να μοιάσει στον ζωγράφο και επιλέγει να τον μιμηθεί με σύμμαχο τη διαπεραστική ακοή του. Μια συνειδητοποίηση που τον οδηγεί στην έξοδο από τη ρουτίνα του και δίνει νόημα και σκοπό στις ημέρες που ακολουθούν. Από το διαμέρισμά του ακούει, παρακολουθεί και μιμείται την καθημερινότητα του Φίλιππου∙ τα βήματα και τις συνήθειες του, αλλάζοντας ακόμη και τη διαρρύθμιση του σπιτιού του, ώστε να γίνει πανομοιότυπη με το υποκείμενο λατρείας του.
Γίνεται το ανθρώπινο καρμπόν του Φίλιππου και μεταβάλλει τον εαυτό του σε μια εκούσια μαριονέτα. Ζει και κινείται μέσα στο σπίτι όπως εκείνος και πέφτει σε μελαγχολία και αδράνεια όταν εκείνος απουσιάζει. Σύντομα έρχεται σε κατ’ ιδίαν επαφή με τον Ροδόπουλο, με τις γυναίκες που ποζάρουν για τα έργα του και με τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει. Μπαίνει στην κοσμική φούσκα του ήρωά του για να αντιληφθεί την ευθραυστότητά της. Ταυτόχρονα καταφέρνει κάτι μοναδικό: να πηδήξει έξω από τη σκιά του απεκδυόμενος την εσωστρέφειά του, προσπαθώντας να ανασυνθέσει εκ νέου την προσωπική του ταυτότητα.
Το Καρμπόν γίνεται το ταυτόσημο της ανθρώπινης μίμησης, το λεπτό φιλμ ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που θα θέλαμε (;) να γίνουμε. Καδράρει την μιμητική τάση των ανθρώπων και της εποχής τους καταφέρνοντας οριακά να προβληματίσει, ωστόσο όχι με την ένταση που θα άξιζε σε ένα τέτοιο βιβλίο.
Πρόσφατα το Καρμπόν επιλέχθηκε από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (ΔΘΠ) για να συμμετάσχει στα “Θεατρικά αναλόγια” στο πλαίσιο του προγράμματος «Η δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο». Συμπεριλήφθηκε επίσης στη βραχεία λίστα της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων του 2018 για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου.
Ο Γιώργος Κούβας γεννημένος το 1974 με καταγωγή από την Κόρινθο ζει κι εργάζεται σήμερα στη Γενεύη. Αποφοίτησε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως ηλεκτρολόγος μηχανικός και συνέχισε με μεταπτυχιακά στη διοίκηση επιχειρήσεων. Το Καρμπόν εκδόθηκε στα τέλη του 2017 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη αποσπώντας από πολύ νωρίς θετικές κριτικές.
Γιατί να διαβάσετε το Καρμπόν; Για το πρωτότυπο ύφος του, τις όμορφες παρομοιώσεις του, εμπνευσμένες από δίπολα και ηχητικές λεξιπλασίες, για το πλέον επίκαιρο θέμα των προτύπων της εποχής μας και για την ανεμπόδιστη ροή της γραφής.
9 Ερωτήσεις στον Γιώργο Κούβα
Κύριε Κούβα, ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τη συγγραφή, και τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτή;
Ξεκίνησα να γράφω κώδικα σε γλώσσες προγραμματισμού και τεχνικά κείμενα. Νομίζω μάλιστα ότι, παρά τα δοκούμενα, υπάρχει λογοτεχνικότητα σε τέτοιου είδους γραπτά, αφού οφείλουν κι αυτά να οδηγούνται από μία καλή ιστορία. Η πρώτη μου, όμως, επαφή με τη συγγραφή λογοτεχνίας έγινε με τη σεναριογραφία. Εμπνεύστηκα την ιστορία του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει μέσω των ήχων και την αποτύπωσα πρώτα σε μορφή σεναρίου θέλοντας να προσδώσω κινηματογραφικότητα στην πλοκή. Αυτό που με ώθησε στη συγγραφή ήταν η ιδέα καθεαυτή. Μου φάνηκε σημαντική, πρωτότυπη και αισθάνθηκα το χρέος να τη μοιραστώ.
Τι σας βοήθησε να εμπνευστείτε την ιστορία του Καρμπόν;
Το Καρμπόν είναι ένα μυθιστόρημα ήχων. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που το εμπνεύστηκα ακούγοντας μουσική. Έχω μία ιδιαίτερη ευαισθησία στην ambient μουσική και στους επιμέρους ήχους της. Πιστεύω δε ότι η μουσική συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και παίζει σημαντικό ρόλο στις επιδιώξεις του. Ενίοτε μάλιστα, οι ήχοι και οι μελωδίες μπορούν να συμβάλουν στην εξεύρεση λύσεων σε προσωπικά προβλήματα, όπως συμβαίνει άλλωστε και στην περίπτωση του Άρη Κοντού, του ήρωα του Καρμπόν.
Έχετε συναντήσει ποτέ τους ήρωές σας στην πραγματικότητα;
Συνάντησα τον Άρη Κοντό στον καθρέφτη κάποια πρωινά, όταν αμφισβητούσε το ταλέντο του και μοιρολατρούσε. Συναντώ τον Φίλιππο Ροδόπουλο πολύ συχνά όταν βγαίνω· ζούμε άλλωστε σε μία εποχή που αφθονούν οι αυτάρεσκες προσωπικότητες. Ο μπλαβής κύριος με τη διπολική διαταραχή θα μπορούσε να είναι ένας από τους ασθενείς στο ερευνητικό κέντρο όπου δουλεύω στη Γενεύη. Και ο Μάριος, που ψάχνει απεγνωσμένα την αγάπη, θα ήθελα να είναι ο καλύτερος φίλος μου. Τους γυναικείους χαρακτήρες επιτρέψτε μου να μην αποκαλύψω πού τους συναντώ.
Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία προτείνει μια νέα πραγματικότητα ή αποδομεί την ήδη υπάρχουσα;
Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι η λογοτεχνία προηγείται της πραγματικότητας. Κι έχω πολλά προσωπικά παραδείγματα που ενισχύουν τον ισχυρισμό μου. Για οικονομία θα αναφέρω μόνο ένα: Ασχολούμαι επαγγελματικά με την κατασκευή ιατρικών συσκευών. Αφού είχα ολοκληρώσει τη συγγραφή του Καρμπόν (το μυθιστόρημα των ήχων ο ήρωας του οποίου ταλαιπωρείται αρχικά από ανελέητες εμβοές), με κάλεσε ο προϊστάμενός μου στο γραφείο του, χωρίς να έχει ιδέα ούτε για το Καρμπόν ούτε για την αγάπη μου για τη συγγραφή. Ήθελε να μου αναθέσει ένα καινούργιο έργο: μία νέα εμφυτεύσιμη συσκευή για ανθρώπους που πάσχουν από εμβοές!
Το Καρμπόν είναι ένα μυθιστόρημα εγκιβωτισμένο στη σύγχρονη εποχή. Ποια θεωρείτε ότι είναι εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην τεχνοκρατική εποχή μας;
Ζούμε σε μια εποχή που η τεχνολογία διαμορφώνει κατά ένα μεγάλο ποσοστό τη φυσιογνωμία και τα ήθη των καιρών μας. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο στις μέρες μας δεν είναι η αναζήτηση αντιβάρων στη δεδομένη τεχνοκρατικότητα, αλλά η επιζήτηση νέων απαντήσεων στα βασικά ερωτήματα. Για παράδειγμα, στο Καρμπόν αναρωτήθηκα πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος μας αν όλοι αίφνης αποκτούσαμε οξύτατη ακοή. Με ποιον τρόπο θα εκφραζόταν άραγε η υπαρξιακή αναζήτηση στην εποχή που έρχεται;
Πείτε μας δύο λόγια για την αναζήτηση του συγγραφικού σας εαυτού.
Είναι μια αναζήτηση που βρίσκεται στην αρχή της. Ένα πράγμα που έχω καταλάβει ήδη είναι ότι με έλκει η ιστορία. Ξεκινώ από ένα γενικό θέμα για το οποίο θέλω να μιλήσω και σιγά σιγά καταλήγω σε μία ιστορία όπου ξεδιπλώνονται όλες τις πτυχές του. Κι ύστερα, μέσω της συγγραφής, χάνομαι μέσα σ’ αυτές τις πτυχές, και το συναίσθημα που με κυριεύει δεν είναι κάτι εφήμερο. Πρόκειται, νομίζω, για ένα βιολογικό δέλεαρ που με κρατά δεμένο για πολύ καιρό στην ιστορία με την ελπίδα ότι θα μάθω κάτι για τον ίδιο μου τον εαυτό. Είναι, θέλω να πω, θέμα επιβίωσης.
Θα δοκιμάζατε, αν δεν έχετε ήδη δοκιμάσει, άλλα είδη γραφής, όπως διήγημα ή Ποίηση;
Στο σκοτεινό πηγάδι
με τραβά το μαύρο βάθος
που ‘χει φτιαχτεί από αντιλάλους
χιλιάδων χρόνων μαζεμένους,
παράπονα που δεν ειπώθηκαν πότε
για να τ’ ακούσει αυτί
μέσα του ρίχτηκαν, φυτρώσαν βρύα,
κι ευχές που δεν γινήκαν πράξη,
κι από την ανάγκη τους να γίνουν κάτι,
γίναν φίδια.
Αυτό είναι το ποίημα που έγραψε ο πρωταγωνιστής του Καρμπόν και στο οποίο γίνεται αναφορά μέσα στο μυθιστόρημα, χωρίς όμως να παρατίθεται εκεί. Με αφορμή την ερώτησή σας το δημοσιεύω για πρώτη φορά εδώ.
Τι διαβάζετε το διάστημα αυτό;
Κοιτάζω λοξά τη βιβλιοθήκη, το ράφι με τα βιβλία που διαβάζω τον τελευταίο καιρό, και οι τρεις πρώτοι τίτλοι που βλέπω είναι: Ο συλλέκτης του John Fowles, Η θεωρία του Σοπενχάουερ του Irvin Yalom και Στη φωλιά του κούκου του Ken Kesey. Δύο βιβλία που βρίσκονται όμως αρκετό καιρό εκεί, καθότι τα ξαναδιαβάζω, είναι τα Πορφυρά πανιά του Αλεξάντρ Γκριν και ο Πότης του Hans Fallada.
Έχει αρχίσει να σας απασχολεί συγγραφικά κάτι καινούριο;
Ναι. Είναι μια ιστορία αγάπης, η οποία ελπίζω να παραμείνει τέτοια μέχρι το πέρας της συγγραφής.
Σας ευχαριστώ
Κι εγώ ευχαριστώ.
Κείμενο: Λία Τσομπανίδου
Καρμπόν
Γιώργος Κούβας
Είδος: Μυθιστόρημα
Εκδόσεις: Κίχλη, 2018