Δυσκολεύομαι πολύ να συγκεντρωθώ. Όλα όσα συμβαίνουν, μου συμβαίνουν, μας συμβαίνουν, κάνουν την επιθυμία μου να χαθώ στα βιβλία ανικανοποίητη. Η αδυναμία συγκέντρωσης ισοδυναμεί με αύξηση των σκέψεων και συνεπώς ένταση του χάους που επικρατεί στο κεφάλι μου. Αντιστέκομαι σε αυτό και προχωρώ προς τη βιβλιοθήκη μου. Ανάμεσα στα τόσα αδιάβαστα βιβλία στέκομαι στο σημείο με τα θεατρικά έργα. Οι εκδόσεις της ΚΑΠΑ Εκδοτικής κυριαρχούν. Μεταξύ κάποιων φρέσκων ποιητικών συλλογών του Οίκου, ήρθαν στη βιβλιοθήκη μου και δυο τρία θεατρικά. Δεν έχω ακόμη τοποθετήσει τα βιβλία σε όρθια στάση, οπότε το βλέμμα μου συναντά το πρώτο βιβλίο στον σωρό. Με μαγνητίζει το σκούρο βλέμμα ενός αλόγου. Τούφες από τη χαίτη του σκεπάζουν ελαφρώς το μαύρο του μάτι που φαίνεται στη φωτογραφία, μα η ένταση είναι εκεί, η ένταση και η προσμονή.
Διαβάζω «Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα». Το όνομα του Γιάννη Καλαβριανού φέρνει στον νου μου αμέσως ένα από τα δελτία τύπου που είχα λάβει για μία παράσταση στο παρελθόν. Σκέφτομαι πραγματικά για μία ακόμη φορά πόσο μου λείπει το θέατρο, πως δειλά έχω ξεκινήσει να πηγαίνω αλλά όχι όσο συχνά θα ήθελα ή έχω ανάγκη. Στο οπισθόφυλλο διαβάζω τον διάλογο που θα γίνει ένας από τα αγαπημένα μου λογοτεχνικά αποσπάσματα:
– Και πώς ομορφαίνει ο κόσμος;
– Με την αγάπη;
– Με το δίκαιο. Ο κόσμος ομορφαίνει μόνο με το δίκαιο.
Συνειδητοποιώ ότι το βιβλίο με βρήκε την κατάλληλη στιγμή, όπως όλα δηλαδή τα βιβλία που με έχουν σημαδέψει, τη στιγμή που με πνίγει το δίκιο.
Καταλήγω να διαβάζω το θεατρικό έργο του Γιάννη Καλαβριανού απνευστί. Όπως συμβαίνει όμως με κάποια βιβλία, έτσι κι εδώ, πολλές φορές ανέτρεξα σε προηγούμενες σελίδες, σε διαλόγους και περιστατικά που περιγράφονται προηγουμένως, σε ονόματα και ρόλους. Διαβάζοντας, νιώθω ότι βρίσκομαι ένορκος σε μία δίκη, μία δίκη όπου οι ρόλοι εναλλάσσονται, οι κατηγορούμενοι γίνονται θύματα και τα θύματα θύτες, η πολιτική αγωγή κατηγορείται και οι ένορκοι σχεδιάζουν το επόμενό τους έγκλημα («Δεν είναι αθώοι, αφου ανέχονται να ζουν σε μία κοινωνία χωρίς δικαιοσύνη») δικαστικοί κατεβαίνουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου και μάρτυρες δικάζουν.
Ο Μίχαελ Κόλχαας είναι ένας έμπορος αλόγων στο Βρανδεμβρούργο. Όλα αλλάζουν ριζικά στη ζωή του σε ένα από τα ταξίδια του στη Σαξονία με σκοπό να πουλήσει τα καλοθρεμμένα του άλογα. Ο ηγεμόνας της Σαξονίας θέτει τους δικούς του όρους για τη διέλευση στην περιοχή που εξουσιάζει. Ζητά χρήματα και ανταλλάγματα. Ο Κόλχαας δεν έχει χρήματα και προτείνει να αφήσει τα δυο του καλύτερα άλογα, τα δυο μαύρα καμάρια του, ως εγγύηση ότι θα πουλήσει τα άλλα άλογά του στο παζάρι και θα επιστρέψει. Και πράγματι, επιστρέφει, όμως, τα άλογα που άφησε δεν είναι εκεί, δεν είναι όπως τα άφησε. Είναι δυο ταλαιπωρημένα πλάσματα, και ο φίλος του που τα πρόσεχε βαριά χτυπημένος από τους φρουρούς. Ξεκινά ένας αγώνας του Κόλχαα να βρει το δίκιο του με πολλές θυσίες, εντάσεις, βία, έναν εξεγερμένο στρατό ολόκληρων πόλεων που με σημαία το Δίκαιο παίρνει τον Νόμο στα χέρια του και λεηλατεί την αυτοκρατορία απ’ άκρη σ’ άκρη.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα Μίχαελ Κόλχαας του σπουδαίου Γερμανού συγγραφέα Χάινριχ Φον Κλάιστ, το έργο Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα είναι συνταρακτικό απ’ την αρχή ως το τέλος. Η δικαιοσύνη και η απόδοσή της (ή μη), οι ηθική φραγμοί, τα όρια και τελικά η κρίση τους (και ποιος άλλωστε καλείται αρμόδιος να γίνει κριτής αυτών και δικαστής;) με ταλαιπωρούν μέχρι το τέλος. Ανακαλώ όλες τις στιγμές που θέλησα να ακολουθήσω τον δρόμο της δικαιοσύνης και εκείνες που με έδιωξαν κακήν κακώς από τη νομική μου σταδιοδρομία. Σκέφτομαι ότι ένας Άνθρωπος –αν θέλει να λέγεται άνθρωπος– δεν μπορεί παρά να βασανίζεται από την έλλειψη (ή την ανικανότητα καλύτερα) απόδοσης δικαίου.
«Ζούσαμε μέσα στη χαρά. Ή τουλάχιστον σε αυτό που μας άφηναν να ονομάζουμε έτσι.» Αυτοί οι δύο στίχοι, στην αρχή κιόλας του έργου με πόνεσαν πολύ. Ίσως γιατί το βλέπω καθαρά ότι η κοινωνία μας είναι προβληματική απ’ όλες τις πλευρές⋅ του πολίτη, του νομικού, της γυναίκας… Δε θα αργήσεις να καταλάβεις ότι αυτή η ιστορία, η ιστορία ενός συνηθισμένου ανθρώπου, του Μίχαελ Κόλχαας, μιλάει για σένα, για όλους μας, αλλά και για τους άλλους. Στο τέλος θα καταλάβεις πια ότι δεν καλείσαι να διαλέξεις πλευρά, καλείσαι απλώς να αλλάξεις τον κόσμο. Εσύ και όλοι μας.
«Τα μονοπάτια ανοίγονται μόνο αν περπατήσεις στα αγριόχορτα. Όχι από μόνα τους. Καταλάβετε τη δύναμή σας.»
Η αρτιότητα του βιβλίου και η μη παρακολούθηση της παράστασης με φέρνει αντιμέτωπη με πολλά ερωτηματικά στο τέλος της ανάγνωσης. Δεν είναι τόσο ερωτήσεις συμβάντων, είναι περισσότερο ανάγκη για συζήτηση με τον γονιό του θεατρικού, μία κουβέντα που θα με φέρει πιο κοντά στον ίδιο και στον Χάινριχ Φον Κλάιστ, το έργο του οποίου δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω στο παρελθόν.
* * *
Ελίζα Σουφλή: 7 Ιανουαρίου 2015, δώδεκα άνθρωποι πέφτουν νεκροί και έντεκα τραυματίζονται στην τρομοκρατική επίθεση στο Γαλλικό σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo. Ένα γεγονός που σόκαρε την Ευρώπη και όλον τον κόσμο. Εκείνη τη στιγμή ξεκινά –όπως μοιράζεστε και στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου– η αναζήτησή σας σχετικά με το υπόβαθρο των ταραχών στη Γαλλία. Πώς φτάνετε να αγγίξετε το έργο του Μίχαελ Κόλχαας του Κλάιστ; Ποια η σύνδεσή σας με το έργο;
Γιάννης Καλαβριανός: Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, επανάφεραν τη συζήτηση της ριζοσπαστικοποίησης ομάδων, που απέτυχαν ή δεν θέλησαν να ενταχθούν στις κοινότητες με τις οποίες συμβιώνουν. Το αίσθημα του «μην ανήκειν» μπορεί να είναι ολέθριο. Και οι σύγχρονες κοινωνίες, όλο και συχνότερα απωθούν στο περιθώριο ανθρώπους διαφορετικών ταχυτήτων ζωής. Είχα διαβάσει, πριν από χρόνια, τη νουβέλα του Κλάιστ, για την ιστορία ενός εμπόρου αλόγων που αδικήθηκε από τον Ηγεμόνα και προσπάθησε να διεκδικήσει το δίκιο του και οι δύο ιστορίες βίας συνάντησαν, μέσα μου, η μια την άλλη.
Ε.Σ: Ποιες ήταν οι σκέψεις κατά τη διασκευή του έργου και μετά την ολοκλήρωσή του το 2021;
Γ.Κ: Το ζήτημα της αυτοδικίας, είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Πάντα θα είμαστε με τον αδύναμο και τον αθώο. Τι κάνουμε όμως όταν εκείνος γίνεται βλαπτικός για τους άλλους; Βασικός μου προβληματισμός ήταν να παραμείνω όσο το δυνατόν πιο καθαρός στην ερμηνεία των γεγονότων.
Ε.Σ: «Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα», ένα τίτλος βαθιά ποιητικός που τολμώ να του προσάψω, εκτός από μία ακαταμάχητη έλξη, και μία δόση ρομαντισμού μέσα στην αγωνία και την ένταση που σχηματίζονται στο άκουσμά του. Πώς γεννήθηκε; Πέραν της κυριολεξίας, συμβολίζει κάτι άλλο στη συγγραφική σας ματιά;
Γ.Κ: Προφανώς, ασυνείδητα, προέκυψε από την πολύμηνη ενασχόληση με τον Κλάιστ και τη ζωή του. Αναφέρεται στις ιστορίες των ανθρώπων, που θα τις αφηγούμαστε εσαεί. Απλώς, όσο περνάνε τα χρόνια, θα μοιάζουν όλο και περισσότερο με «Μικρούς πυροβολισμούς μέσα στη νύχτα», που ακούγονται κάπου μακριά, στο σκοτάδι, και δεν είσαι σίγουρος αν τις άκουσες ή αν ήταν κάτι άλλο. «Και τις ακούς…και δεν τις ακούς…και τις ακούς…και δεν τις ακούς…»
Ε.Σ: Ένας στίχος που μένει χαραγμένος στη σκέψη είναι ο εξής: «Με το δίκαιο. Ο κόσμος ομορφαίνει μόνο με το δίκαιο.» Επιλέχθηκε άλλωστε να κοσμεί και το οπισθόφυλλο του βιβλίου σας. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την απόδοση της δικαιοσύνης σήμερα; Ας εστιάσουμε στη χώρα μας.
Γ.Κ: Η απόδοση της δικαιοσύνης είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον και γοητευτικό κεφάλαιο της ανθρώπινης προσέγγισης του κόσμου. Η ερμηνεία των γεγονότων είναι πολυπρισματική, άρα αναγκαστικά σχετική και αυτό της προσδίδει μια αφάνταστη γοητεία. Όταν βέβαια είναι ανεπηρέαστη, τυφλή και ψύχραιμη. Επειδή όμως πάντα θα γίνεται από ανθρώπους, αναγκαστικά θα υπεισέρχονται σε αυτήν και όλες οι ανθρώπινες ιδιότητες, από τις πιο μικροπρεπείς μέχρι τις μεγαλειώδεις. Ζητάμε από ανθρώπους να κάνουν κάτι εξωανθρώπινο ή υπεράνθρωπο, όπως είναι το να βρίσκεσαι και να κρίνεις πάνω από τα γεγονότα. Χωρίς να είμαι ειδικός, παρατηρώ πως και στη χώρα μας η αναλογία υπερανθρώπων δεν είναι μεγάλη.
Ε.Σ: «Ζούσαμε μέσα στη χαρά. Ή τουλάχιστον σε αυτό που μας άφηναν να ονομάζουμε έτσι.» Η διαχείριση της μάζας είναι ένας από τους βασικούς στόχους κάθε εξουσιαστή. Τι γίνεται όταν ένας ξυπνά;
Γ.Κ: Η εξαθλίωση των μαζών -και δεν αναφέρομαι μόνο στην οικονομική, αλλά στην βαθιά εξαθλίωσης της ύπαρξης- παράλληλα με ένα ψευδές, άρα υπνωτικό αίσθημα ευδαιμονίας, είναι η συνήθης αποτελεσματική πρακτική επιβολής και διαιώνισης κάθε μορφής εξουσίας. Το ζητούμενο για εκείνη είναι η όσο το δυνατόν χρονική παράταση αυτής της κατάστασης. Όταν υπάρξει το έναυσμα αφύπνισης, τα γεγονότα μπορεί να είναι από κατακλυσμιαία, μέχρι απλά πυροτεχνήματα. Είναι πάντα στο χέρι μας να παραμένουμε ενεργοί και σε ετοιμότητα.
Ε.Σ: Είναι τελικά η λύση μία βίαιη εξέγερση; Πώς αλλιώς μπορούν ριζοσπαστικά να αλλάξουν, πιστεύετε, τα πράγματα; Η Τέχνη, για παράδειγμα, μπορεί να παίξει κάποιον ρόλο σε αυτό ή ακολουθεί τα γεγονότα;
Γ.Κ: Ποτέ δεν υπάρχει μόνο μία λύση, από τη στιγμή που δεν υπάρχει και ένα και μοναδικό κοινό συμφέρον. Η ριζοσπαστική, εκρηκτική αλλαγή των πραγμάτων προκύπτει έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο κυοφορούμενης δυσαρέσκειας, και όχι ακαριαία. Τις εκρήξεις πρέπει να τις προλαβαίνουμε. Αλλά αυτό ακούγεται τόσο ουτοπικό, ζώντας σε κοινωνίες που όλο και περισσότερο δημιουργούν υποομάδες νέων συμφερόντων. Η Τέχνη, δεν μπορεί να αλλάξει η ίδια τα γεγονότα, αλλά μπορεί να εμπνεύσει, λειτουργώντας ως παράδειγμα. Ένα, θα λέγαμε, ανύπαρκτο, εικονικό αλλά υπαρκτό ενδεχόμενο για το πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή.
Ε.Σ: Ο αναγνώστης, μέχρι το τέλος, μπαίνει σε ένα τρενάκι-roller coaster διλημμάτων και κρίσης: δίκαιο-άδικο, ηθικό-ανήθικο, κοινωνία-άτομο. Στην τελευταία τελεία, είχατε αποφασίσει σε πια πλευρά του τραπεζιού κάθεστε; Θέλω να πω, μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής, δώσατε μία τελική προσωπική απάντηση στα ζητήματα που θέτει το έργο ως αναγνώστης πια;
Γ.Κ: Είναι όπως ακριβώς το λέτε. Ένα τρενάκι που σε πάει πάνω κάτω, αλλάζοντας συνεχώς την οπτική σου για τα πράγματα. Ο Κόλχαας, καταλήγει λίγο πριν πεθάνει, να αναζητά να μεταφερθεί σε κάποιο μέρος, όπου θα βλέπει μόνο γαλάζιο ουρανό. Και ενώ ξέρει πως αυτό δεν θα μπορέσει να συμβεί, αναφωνεί «τίποτα δεν πάει χαμένο». Αυτή ακριβώς είναι και η θέση μου στα γεγονότα. Ο καθένας μας βάζει από ένα πετραδάκι. Για να στρωθεί ο δρόμος για αυτούς που ακολουθούν. Κάποια πετραδάκια είναι ισχυρά, άλλα μπαίνουν λάθος και θρυμματίζονται, άλλα σωστά και αντέχουν. Το ζήτημα είναι να προχωράει για τους πολλούς, ανθρώπινα, η ζωή.
Ε.Σ: Η ιστορία βασίζεται στο έργο του Κλάιστ, εσείς κατά τη συγγραφή του θεατρικού μπήκατε στον πειρασμό να αναδιαμορφώσετε τον Κόλχαας; Να του δώσετε νέα μορφή, νέες αξίες; Ίσως να πειραματιστείτε με τη φιγούρα του και τη θέση του στον κόσμο;
Γ.Κ: Δεν υπήρχε η σκέψη να δώσω νέα μορφή σε έναν ήρωα στον οποίο κατέφυγα ακριβώς για αυτές τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του. Η παρέμβασή μου στην ιστορία του Κλάιστ ήταν στο να φωτιστούν περισσότερο τα διλήμματα που προκύπτουν εξαιτίας της αυτοδικίας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Κόλχαας, παρότι αδικημένος, ήταν ένας άνθρωπος που προκάλεσε με τη σειρά του και μεγάλο πόνο.
Ε.Σ: Σας τρώει το άδικο; Έχετε βρεθεί σε κάποια κατάσταση που να είστε πολύ κοντά στο να χάσετε τον έλεγχο ξεπερνώντας τα όρια νιώθοντας αδικημένος;
Γ.Κ: Δεν με τρώει, με την έννοια του αισθήματος του συνεχούς αδικημένου, αλλά όπως οι περισσότεροι, έρχομαι κι εγώ συχνότατα αντιμέτωπος με καταστάσεις που ολοφάνερα γίνονται άδικες για τον μέσο πολίτη. Και παλεύω να τις αντιμετωπίσω με σχετική μετριοπάθεια.
Ε.Σ: Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόσπασμα από όλο το κείμενο; Το σημείο εκείνο στο οποίο κάθε φορά που ανατρέχετε και επιβεβαιώνετε ότι «ναι, αυτό το έργο είναι αριστούργημα!».
Γ.Κ: Ελπίζοντας με το «αριστούργημα» να αναφέρεστε στο έργο του Κλάιστ, υπάρχει ένα σημείο όπου συνυπάρχουν απολύτως εναρμονισμένα τα δύο συστατικά που αποτελούν τον ήρωα. Εκεί ο Κλάιστ γράφει: «Ο Κόλχαας καθόταν στο κάστρο του Λίτσεν και γυρόφερνε στη σκισμένη του καρδιά ένα νέο σχέδιο να αποτεφρώσει τη Λειψία…»
Η σύλληψη του συγγραφέα να περιγράψει τη σκηνή, βάζοντας τον διαλυμένο ήρωα να απεργάζεται τρόπους συντριβής των άλλων, μας φέρνει αντιμέτωπους με το γοητευτικό σκοτάδι της ίδιας της ανθρώπινης περίπτωσης.
Κλείνοντας, ανατρέχω σε δύο φράσεις που έχω σημειωμένες στο σημειωματάριό μου από την ιστορία του Κόλχαας, «Γι’ αυτά τα κάνω όλα (τα παιδιά του). Για να μη μεγαλώσουν και τους λένε αυτοί που τους αδικούν πως έχουν άδικο.» και «Αγάπη μου, συγγνώμη, ο κόσμος παραμένει άσχημος. Και πίστεψα τόσο πως θα άλλαζε…» και βρίσκω την Αγάπη σύμμαχο και κινητήριο δύναμη για την Αλλαγή. Συναντήθηκα με την Αγάπη σε πολλά σημεία της ιστορίας του Κόλχαας, αλλά αυτά τα δύο ήταν τα πιο σπαρακτικά όχι για τις λέξεις, αλλά για τα δύο συναισθηματικά στάδια, από τη μία η Ελπίδα για έναν καλύτερο που θα έρθει, το χρωστάμε στα παιδιά μας, κι απ’ την άλλη η Ματαιότητα, η σιγουριά ότι αυτός ο κόσμος είναι φωτιά και στάχτες και δε θα ανθίσει εύκολα. Και στις δύο στιγμές κοινός παρονομαστής, η Αγάπη.
Στις σελίδες 58 και 59 θα διαβάσεις ένα από τα πιο καλογραμμένα κείμενα. Όταν «οι ιδέες … εξαπλώνονται με ταχύτητα μεγαλύτερη από φωτιά σε ξερόχορτα» τότε η πραγματικότητα αλλάζει. Και ας δουλέψουμε μαζί ώστε να είναι προς το καλύτερο.