“Είμαι μονάχα ο δεύτερος έρωτας της ζωής σου. Μα ποιος ηλίθιος θα ζήλευε τη θάλασσα;”
Κοντά μια δεκαετία μετά, αναζήτησα πάλι το Όλα είναι δρόμος του Παντελή Βούλγαρη. Πώς να κατατάξω τις τρεις ταινίες; Με ποια κριτήρια; Ήρθε στον νου μου η αγαπημένη μου τριλογία χρωμάτων του Κισλόφσκι και θυμήθηκα το λευκό. Θυμήθηκα ότι -κοίτα να δεις σύμπτωση!- τις δύο αυτές τριάδες τις είχα δει ίδια περίοδο, μια περίοδο διαμόρφωσης αυτού που έλεγα “το μέλλον μου”.
Στην τριλογία του Βούλγαρη δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τον σπαραγμό της Τελευταίας Νανόχηνας. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ ποιος είναι ο ήρωας και ποιος ο αντιήρωας. Άλλωστε αυτή ήταν η ταινία που με έκανε να εκτιμήσω και να αγαπήσω αληθινά τον Θανάση Βέγγο. Μη βιάζεστε, όλα θα ενωθούν στο τέλος με αυτό που θέλω να σας πω σήμερα.
Τις τελευταίες εβδομάδες η ζωή μου στην Αθήνα είναι δύσκολη, αντιφατική. Πότε την αγαπώ αυτήν την πόλη και τους ανθρώπους της και πότε θέλω να τα τυλίξω όλα σαν έναν παλιό ξεσκιμένο χάρτη και να τα βάλω σε κουτί, να τα σφραγίσω και να ψάξω για νέο χάρτη. Καταλαβαίνω πόσο μου λείπει η φύση. Πόσο μου λείπει ο σεβασμός. Αναρωτιέμαι γιατί να μην μπορούν να αντικατασταθούν τα κορναρίσματα, οι βρισιές, και οι επιθέσεις με τα κελαηδίσματα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, τη μυρωδιά του πρωινού υγρού χώματος ή τη ρυθμική ορμή της θάλασσας στην ακτή. Θυμάμαι κάτι που είχα διαβάσει σε ένα σκίτσο κάποια στιγμή. Δυο πουλιά σε ένα δέντρο και ένας άντρας να τα παρατηρεί. Ο άντρας σκέφτηκε, “Μα καλά, αφού μπορείτε να πάτε οπουδήποτε, γιατί μένετε καρφωμένα σε αυτό εδώ το κλαδί, σε αυτό εδώ το δέντρο;”. Και αμέσως έκανε στον εαυτό του το ίδιο ερώτημα. Το ίδιο και εγώ.
Πριν αρκετό καιρό έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο Πριν Χαθούν τα Πουλιά της Charlotte McConaughey από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Μία νέα κυκλοφορία που έμεινε στη βιβλιοθήκη μου για κάποιες εβδομάδες. Θυμάμαι ήταν βράδυ όταν έπιασα από το τρίτο ράφι αυτό το σκουρόχρωμο βιβλίο με το σαγρέ εξώφυλλο. Πολύχρωμα πουλιά σε μαύρο φόντο, χρώματα ξεθωριασμένα σαν νερομπογιές λεκιάζουν το βιβλίο μπροστά και πίσω. Διαβάζω στο οπισθόφυλλο “…το Πριν χαθούν τα πουλιά είναι μια ωδή στους άγριους τόπους και σε έναν κόσμο που χάνεται, αλλά και μια ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας ενάντια σε όλες τις πιθανότητες…”.
Μία γυναίκα, η Φράνι Στόουν, στο κέντρο της καταιγίδας. Ξεκινά ένα ταξίδι ζωής (και θανάτου) με προορισμό την Ανταρκτική. Θέλει να ακολουθήσει τα τελευταία γλαρόνια στο μεταναστευτικό τους ταξίδι από τη Γροιλανδία στο νοτιότερο σημείο της Γης. Γη, ένα δυστοπικό περιβάλλον, ένα μέρος χωρίς πουλιά, με ωκεανούς χωρίς ψάρια, ελάχιστα δάση, λιγοστό οξυγόνο. Η μοίρα της, της φέρνει το Σάγκανι, της φέρνει ανθρώπους που θα έπρεπε να μισεί μόνο για να τους βάλει στην καρδιά της. Η ιστορία εξελίσσεται και αποκαλύπτεται πόσο άρρηκτα είναι συνδεδεμένο το παρόν με το παρελθόν, πόσο καθοριστικά θα είναι και τα δύο για το μέλλον της Φράνι. Κάθε νέα αποκάλυψη για το παρελθόν της σοκάρει, συγκινεί, αλλά και ολοκληρώνει κομμάτι-κομμάτι το παζλ της προσωπικότητας της ηρωίδας.
“Μια θλίψη δίχως όνομα είναι ο αφανισμός των πουλιών. Ο αφανισμός των ζώων. Πόσο μοναχικά μπορεί να είναι εδώ όταν μείνουμε μόνο εμείς;”
Φυσικά αυτό είναι ένα βιβλίο (και) για την κλιματική αλλαγή, για τα βάσανα του πλανήτη μας που έχουν έναν κοινό παράγοντα, τον παθογόνο οργανισμό, το παράσιτο, τον άνθρωπο. Η καταστροφή σε όλο της το μεγαλείο περιγράφεται διεξοδικά μέσα από τα μαραζωμένα τοπία, από τους άδειους ωκεανούς και τα μαραζωμένα δάση, τον αφανισμό της άγριας ζωής, ενώ ο θρήνος για τον χαμό του πλανήτη είναι σε συνεχή σύνδεση με την ψυχή της πρωταγωνίστριας, μία θλίψη κοινή, ένας κοινός λόγος παραίτησης, η απώλεια.
Η μαγεία αυτής της ηρωίδας. Αυτή η τραγική φιγούρα, μία σύγχρονη Σοφόκλεια ηρωίδα που τολμά να διηγηθεί σε α’ πρόσωπο τη ζωή της. Ένα ψυχογράφημα της γυναίκας που βιώνει πολλαπλές απώλειες, το ενοχικό συναίσθημα της δικής της επιβίωσης και κυρίως την απουσία κάθε ελπίδας για ζωή. Όμως, εκεί ακριβώς έρχονται τα γλαρόνια, τα γλαρόνια που είναι το μεγαλύτερο, εντονότερο, βαθύτερο σύμβολο σε αυτό εδώ το έργο. Είναι η Ελευθερία, η Αποδημία, αυτή η ανάγκη της ίδιας της Φράνι να δραπετεύσει για να ελευθερωθεί από τα τραύματα, τα δεινά της, είναι η Ελπίδα για ζωή, αυτή η τελευταία κλωστή που κρατά τη Φράνι -που κρατά τον κόσμο όλο- από το να καταρρεύσει.
Αυτό που με ξετρέλανε, είναι το ότι η McConaughey μένει πιστή στην ηρωίδα της, είναι στο πλευρό της ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟ, σε κάθε κύμα. Δεν αναλώνεται σε δευτεραγωνιστές. Ναι, κάνει σημαντικές αναφορές, αλλά καμία ουσιαστική ανάλυση στους χαρακτήρες. Γνωρίζουμε μόνο όσα χρειαζόμαστε για να ξεδιπλωθεί η ιστορία και κυρίως να γνωρίσουμε πραγματικά τη Φράνι, μία σκία που χρειάζεται να φτάσεις στην τελευταία σελίδα του βιβλίου για να φανερωθεί η φιγούρα της στο φως.
Η Φράνι αυτομαστιγώνεται, υποφέρει, οι ενοχές της δεν την αφήνουν να απολαύσει ούτε μια εισπνοή καθαρού οξυγόνου και ιωδίου στη μέση του Ατλαντικού. Κουράζεται, εξουθενώνεται, τα χέρια της ματώνουν όπως η ψυχή της. Ο αυτοτραυματισμός της γίνεται με την καταπόνηση κάθε μέρους του κορμιού της τη μέρα, και τη νύχτα… Τη νύχτα ο εαυτός της πασχίζει να δραπετεύσει. Συμπονά τα γλαρόνια γιατί έχουν ό,τι πασχίζει να αποκτήσει, αυτό που πιστεύει ότι δεν της αξίζει, τα συμπονά γιατί δεν μπορεί να συμπονέσει τον εαυτό της. Κουβαλά στις πλάτες της το βάρος και την ενοχή όλης της ανθρωπότητας.
“Ωστόσο, δεν υποψιάζονται ότι λατρεύω και το κάθε δευτερόλεπτο από τις εξαντλητικές, πολύμοχθες δεκαοχτάωρες καθημερινές μου βάρδιες. Πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω τόσο εξουθενωμένη κι είναι τέλεια. Σημαίνει ότι κοιμάμαι.”
Η εξαιρετική κινηματογραφική γραφή της Charlotte McConaghy δεν είναι έκπληξη αν γνωρίζεις λίγο το background της. Το Πριν χαθούν τα πουλιά είναι το πρώτο της βιβλίο ενηλίκων -προηγούμενες εκδόσεις της ήταν βιβλία επιστημονικής φαντασίας και fantasy- ενώ η ενασχόλησή της με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση κάνει τις λέξεις να μπαίνουν σε σειρά με σεναριακή μορφή. Ένα βιβλίο-εξομολόγηση της ηρωίδας με την ελπίδα της συγχώρεσης, της κάθαρσης. Ο λυρισμός που διέπει τις περιγραφές, οι φυσικοί και αυθεντικοί διάλογοι, οι παρομοιώσεις και (Θεε μου!) οι μεταφορές που ανυψώνουν τη γραφή της McConaghy σε ένα θαύμα, σαν την επιβίωση του τελευταίου είδους πουλιών σε έναν πλανήτη που πεθαίνει.
Το Πριν Χαθούν τα Πουλιά είναι ένα βιβλίο που θέλω πολύ να διαβάσω στη μητρική του γλώσσα, αν και η μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ φαίνεται να αποδίδει με απίθανο τρόπο τον λόγο της Αυστραλής συγγραφέως.
Δεν ξέρω πόσο πιο απλά θα μπορούσα να μιλήσω για αυτό το βιβλίο, για να σας πείσω να το διαβάσετε (αν δεν το έχετε ήδη κάνει). Χρειάζομαι σελίδες ολόκληρες (πολλές σελίδες) για να καταγράψω τους λόγους που αυτό το μυθιστόρημα είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, ένα βιβλίο που είναι μάλλον η χειροπιαστή σημασία της λέξης απνευστί. Όχι, δεν είναι μόνο γιατί το Πριν Χαθούν τα Πουλιά διαβάζεται χωρίς διακοπή, αλλά κυρίως γιατί σου κόβει την ανάσα. Αυτή η ωδή τους άγριους τόπους σε ταξιδεύει σε μέρη που δε φανταζόσουν ότι μπορείς τόσο ζωντανά να βρεθείς. Πατάς με γυμνά πόδια στο χιόνι, ακολουθείς τη Φράνι στους νυχτερινούς της μυστηριώδεις περιπάτους, ακούς τις κραυγές των γλαρονιών να φωνάζουν βοήθεια, βρέχεσαι από τα μανιασμένα κύματα του Ατλαντικού και νιώθεις το αλάτι και την υγρασία που κατατρώει το σκαρί του Σάγκανι να βαραίνουν τα κόκκαλά σου… Είναι όλα εδώ, μέσα από τις σελίδες ξεπηδούν μπροστά σου. Δε θα μπορούσα να υμνήσω αρκετά την κινηματογραφική γραφή της σπουδαίας αυτής νεαρής συγγραφέως.
Η 8η Ιουνίου, που από το 1992 έχει θεσμοθετηθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ωκεανών (World Ocean Day), εντελώς συμπτωματικά είναι και η μέρα που ολοκληρώνω αυτό το θαυμάσιο, απολαυστικό, συγκλονιστικά βιβλίο, το Πριν Χαθούν τα Πουλιά. Έτσι γιορτάζω. Διαβάζω ότι “Οι ωκεανοί καταλαμβάνουν πάνω από το 70% της επιφάνειας της Γης και έχουν συνδεθεί από αρχαιοτάτων χρόνων με την ανθρώπινη εξέλιξη. Ο τζίρος των οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τους ωκεανούς ξεπερνά τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.” και η ιστορία της Φράνι γίνεται ακόμη πιο αληθινή. Ένας ωκεανός ζωντανεύει και μας ρουφάει, μαζί με τα τελευταία γλαρόνια.
“Το αρκτικό γλαρόνι κάνει το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ταξίδι απ’ όλα τα ζώα … Κι επειδή τα γλαρόνια ζουν περίπου τριάντα χρόνια, η απόσταση που θα διανύσουν στη διάρκεια της ζωής τους είναι σαν να πηγαινοέρχονται στο φεγγάρι τρεις φορές.”
Αναρωτιέμαι αν η Charlotte McConaughey έχει δει την Τελευταία Νανόχηνα του Παντελή Βούλγαρη, αναρωτιέμαι αν ξέρει καν που πέφτει η Αθήνα. Θέλω να τη ρωτήσω αν βαρέθηκε το Σύδνεϋ και αν την τρομάζει η ξηρασία της Αυστραλίας. Αν φοβάται πραγματικά για τον θάνατο όλων των ζώων και των πουλιών, αν πιστεύει αλήθεια ότι ο Άνθρωπος στην προσπάθειά του να επιβιώσει, να μεγαλώσει, μπορεί να εξαφανίσει όλα τα υπόλοιπα είδη του πλανήτη. Αν είναι κι αυτό ένα ακόμη βιβλίο επιστημονικής φαντασίας όπως τα υπόλοιπα της βιβλιογραφίας της ή αν τελικά αυτή η πραγματικότητα είναι πιο κοντά μας από ποτέ.
Ξεφυλλίζω ξανά το Πριν Χαθούν τα Πουλιά. Βλέπω ότι ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι υπογραμμισμένο με τις άστατες μολυβιές μου. Μία από τις πολύ αγαπημένες μου φράσεις της Φράνι, “Η επίδραση μιας ζωής μπορεί να υπολογισθεί από τι προσφέρει, και τι αφήνει πίσω, αλλά και από τι κλέβει απ’ τον κόσμο.”. Κι όταν θα φτάσεις στη σελίδα 382, με δάκρυα στα μάτια, θα καταλάβεις αλήθεια πόσο θα ήθελες να μην το έχεις διαβάσει ποτέ αυτό το βιβλίο, μόνο για να ‘χεις τη χαρά να το διαβάσεις σαν πρώτη φορά, και να το ρουφήξεις από την αρχή ως το τέλος, ως το ευχαριστήριο μήνυμα της Charlotte McConaughey.
Φτάνοντας στο τέλος του, ομολογώ ότι αυτό είναι από τα βιβλία που θα ήθελα πολύ να έχω γράψει.
Incredibile! E difficile pensare un pianeta senza la vita uccelli e insecte
Magari che tutto c’è un sogno male
Ευχαριστώ πολύ που διαβάσατε το άρθρο μου!