“Ο Willoughby χρησιμοποιούσε το μάτι και τη μηχανή του για να πιάνει αυτή τη διάθεση της αφροδισιακής ηδονής”.
Frank Sinatra
O Bob Willoughby γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1927 στο Λος Άντζελες κι από μικρός κόλλησε το “μικρόβιο” της φωτογραφίας όταν ο πατέρας του, όταν ήταν 12 ετών, του έκανε δώρο μια φωτογραφική μηχανή, μια Argus C-3. Από κει και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους. Έφτασε να σπουδάσει φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια και τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα τα έκανε έχοντας στο πλάι του το αυστηρό βλέμμα του Saul Bass στο Kahn Institute of Art.
Την περίοδο από το 1948 ως το 1954 απέκτησε τις πρώτες του επαγγελματικές εμπειρίες όταν παρακολουθούσε τις μουσικές σκηνές της εποχής και βρέθηκε να φωτογραφίζει τα μεγαλύτερα ονόματα της τζαζ μουσικής, από χορευτές μέχρι καταξιωμένους μουσικούς.
Η δουλειά του έγινε γρήγορα ευρέως γνωστή και στάθηκε ικανή να του χαρίσει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο με τη Globe Photos και αργότερα με το αναγνωρισμένο περιοδικό Harper’s Bazaar.
Η μεγάλη καταξίωση όμως για τον ίδιο ήρθε το 1954 όταν έξι διαφορετικά περιοδικά του ανέθεσαν να φωτογραφήσει τη Judy Garland για τη νέα της ταινία Ένα αστέρι γεννιέται. Φυσικά επόμενο ήταν να τον προσλάβει η Warner Brothers η οποία είχε αναλάβει την παραγωγή της ταινίας. Ήταν η πρώτη φορά που ένα στούντιο κινηματογράφησης έδινε την ευκαιρία σε έναν φωτογράφο να παρακολουθεί τα γυρίσματα μιας ταινίας και να βγάζει φωτογραφίες για περιοδικό. Η δουλειά αυτή του έδωσε το πρώτο του εξώφυλλο σε περιοδικό.
Η αναγνωρισιμότητα του Willoughby στηρίχθηκε ιδιαίτερα στην ικανότητά του να συναναστρέφεται διακριτικά με τους κινηματογραφικούς αστέρες, σε πολύ προσωπικές τους στιγμές, χωρίς να γίνεται ενοχλητικός. Πότε στα καμαρίνια τους, πότε σε στιγμές χαλάρωσης και περισυλλογής, κατάφερνε πάντα να τους κερδίζει με την αυθόρμητη ιδιοσυγκρασία του και να αναδεικνύει με το φακό του τον καλύτερό τους εαυτό.

Taylor και Eva Marie Saint στα γυρίσματα της
ταινίας Όσα δε σβήνει ο χρόνος, 1956
Όλοι είχαν ένα καλό λόγο να πουν για την ποιότητα του Willoughby ως άνθρωπο και ως επαγγελματία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του σκηνοθέτη Sydney Pollack στην εισαγωγή της αυτοβιογραφίας του Bob Willoughby.
“Μερικές φορές ένας δημιουργός βλέπει από μια φωτογραφία που τραβήχτηκε από την ταινία του την ψυχή του έργου του σε ένα μόνο κλικ. Είναι σπάνιο αλλά συμβαίνει. Συνέβη και σε μένα το 1969, την πρώτη φορά που κοίταξα τη δουλειά του Bob Willoughby, κατά τη διάρκεια της ταινίας μου Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν“.
Ο αυθορμητισμός και η αμεσότητα με τους ανθρώπους τον χαρακτήριζαν και στην προσωπική του ζωή. Το γεγονός που το αποδεικνύει περίτρανα είναι όταν το 1959, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, τον εξυπηρέτησε μία Σκωτσέζα αεροσυνοδός που την έλεγαν Dorothy, εκείνος θαμπώθηκε από την απλόχερη περιποίησή της και έξι εβδομάδες αργότερα έμελλε να γίνει η κυρία Dorothy Willoughby και να αποκτήσουν μαζί τέσσερα παιδιά.
Συνέχιζε να φωτογραφίζει για το υπόλοιπο της ζωής του. Έγραψε βιβλία γύρω από τη φωτογραφία. Έζησε στην Ιρλανδία 17 χρόνια. Χρησιμοποίησε τις φωτογραφικές του δεξιότητες για να εικονογραφήσει την αρχαία ιρλανδική ποίηση με φωτογραφίες από την τοπική ζωή της υπαίθρου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μετακόμισε σε μια μικρή πόλη της νότιας Γαλλίας, τη Vence, όπου συνέχισε ενεργά την επαγγελματική του ζωή, μέχρι το θάνατό του από καρκίνο στις 18 Δεκεμβρίου 2009.
Τιμήθηκε από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών για το συνολικό του έργο, ενώ οι φωτογραφίες του κοσμούν τις μεγαλύτερες αίθουσες τέχνης του κόσμου, από την Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου ως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.

φορά που τη συνάντησε:
«Μου έπιασε το χέρι σαν πριγκίπισσα και μου
χάρισε το χαμόγελό της που ο Θεός σχεδίασε
για να λιώνει τις κρύες, αντρικές καρδιές».
Κείμενο: Γιάννης Σκαντζός