Στέκομαι στην είσοδο της αίθουσας. Έχουν περάσει μόλις λίγα λεπτά από το τέλος της παράστασης. Η εικόνα των παπουτσιών, σωριασμένων σε μία γραμμή μπροστά στον πέτρινο τοίχο, φέρνει στον νου μου το συγκλονιστικό μνημείο «Τα παπούτσια στις όχθες του Δούναβη» (Cipők a Duna-parton) των Can Togay και Gyula Pauer (2005), στη Βουδαπέστη. 550.000 Ούγγροι Εβραίοι εκτελέστηκαν την περίοδο 1944-1945. Εις μνήμην αυτών, δεκάδες παπούτσια, ανδρικά, γυναικεία, παιδικά, στέκονται εκεί, αδειανά, στην όχθη του ποταμού. Οι εκτελεστές Ναζί τους ανάγκαζαν να τα βγάλουν λίγο πριν τους δολοφονήσουν. Η εικόνα των σωμάτων που πέφτουν στο νερό… Βλέπω την ξύλινη σκούπα στο πλάι τους και σκέφτομαι αυτόν τον φρικτό συμβολισμό: άνθρωποι=σκουπίδια. Ανατριχιάζω.
Ανατριχίλα, δάκρυα, κατάρες, θυμός και θλίψη, θαυμασμός για την ψυχή εκείνων που επέζησαν με σκοπό να διηγηθούν όλα όσα συνέβησαν στο Άουσβιτς και στα υπόλοιπα στρατόπεδα. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται κατά τη ροή της παράστασης, όμως, λείπει η «έκπληξη». Δε νιώθεις πια έκπληξη. Δεν επιτρέπεται να νιώθεις έκπληξη. Όλα αυτά συνέβησαν. Είναι γεγονότα. Δεν είναι μια σειρά φανταστικών καταστάσεων, δεν είναι μυθοπλασία, δεν είναι ένα έργο. Είναι η ζωή του Πρίμο Λέβι. Είναι η ζωή όλων εκείνων των Εβραίων, που τους βασάνισαν, τους ταπείνωσαν, τους πήραν ό,τι είχαν και προσπάθησαν βάναυσα να τους στερήσουν την ιδιότητά τους, την ιδιότητα του ανθρώπου. Και τελικά τους σκότωσαν.
Σε διάρκεια 120’, ο θίασος ξεδιπλώνει στη σκηνή του θεάτρου Tempus Verum – Εν Αθήναις επιλεκτικά περιστατικά και σκηνές που περιγράφονται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Πρίμο Λέβι, «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Άγρα. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, κινούμαστε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, όπου φυλακίστηκε ο Ιταλοεβραίος συγγραφέας. Οι σκέψεις του, καθαρές, ακέραιες, ψύχραιμες, σε κάνουν να αναρωτιέσαι: Πώς; Πώς κατάφερε μέσα απ’ όλα αυτά τα βασανιστήρια, την πείνα, τη στέρηση, την ταπείνωση, να κρατήσει ζωντανή τη σκέψη του, τη λογική του;
Δεκέμβρης του 1943. Ο Πρίμο Λέβι, Ιταλοεβραίος χημικός, συλλαμβάνεται ως μέλος της πολιτικής Αντίστασης, από τη φασιστική αστυνομία, και οδηγείται στο στρατόπεδο Κάρπι-Φόσολι. Φεβρουάριος του 1944. Μαζί με εκατοντάδες άλλους Εβραίους, μεταφέρεται στο Άουσβιτς, στο στρατόπεδο Μπούνα, σε άθλιες συνθήκες. Ο Πρίμο Λέβι είναι (κι αυτός) για τους Ναζί ένα νούμερο, είναι το 174.517. Ιανουάριος του 1945. Οι Ναζί εκκενώνουν το στρατόπεδο λόγω της προέλασης του Κόκκινου Στρατού. Ο Λέβι μένει για λίγους μήνες στο Κατοβίτσε της Πολωνίας. Ιούνιος του 1945. Ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής, όπως περιγράφεται στο βιβλίο του «Ανακωχή». Οκτώβριος του 1945. Ο Λέβι φθάνει στο Τορίνο. 1947. Κυκλοφορεί το πρώτο του αφήγημα για την εμπειρία του στο στρατόπεδο του Άουσβιτς με τίτλο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Την ίδια χρονιά, παντρεύεται τη Λουτσία Μορπούνιο και αργότερα αποκτούν δύο παιδιά. 11 Απριλίου του 1987. Ο Πρίμο Λέβι πέφτει από τις σκάλες και βρίσκει τον θάνατο. Επίσημα εμφανίζεται ως αυτοκτονία, οι φίλοι όμως και οι δικοί του άνθρωποι μιλούν για ατύχημα, καθώς, λίγο πριν, είχε μιλήσει στον γιατρό του για έντονες ζαλάδες που τον ταλαιπωρούσαν.
Με την επιστροφή του στο Τορίνο, ξεκινά τη συγγραφή του πρώτου του βιβλίου: «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Οι αναμνήσεις της φρικτής εμπειρίας του Άουσβιτς δεν μπορεί παρά να καταγραφούν. Όπως και ο ίδιος τονίζει, έπρεπε να γίνει μάρτυρας όσων συνέβησαν. Το πνεύμα του δεν εκμηδενίστηκε. Παρά τον εφιάλτη, εκείνος κρατήθηκε στη ζωή. Άνω θρώσκω, με το βλέμμα ψηλά. Αυτό είναι ο άνθρωπος, και αυτό κατάφερε να διατηρήσει και ο Πρίμο Λέβι, όπως και όσοι επέζησαν.
«Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνουν να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι “κάθε ξένος είναι εχθρός”. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευτεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου.»
Παρατηρώντας τη σκηνή, τον χώρο του θεάτρου, συνειδητοποιώ πόσο ταιριαστά είναι όλα με την ιστορία. Το σκοτάδι και επιλεκτικά το φως σε συγκεκριμένα σημεία, η πέτρα στους τοίχους, ένα υλικό τόσο γήινο, μα και βάναυσο. Σε ένα μικρό κομμάτι ξύλινου πατώματος, οι ηθοποιοί καταφέρνουν να γίνουν κομμάτι της ιστορίας. Κι εμείς, οι θεατές, παρατηρητές μιας σύγχρονης τραγωδίας. Συλλογίζομαι πόσο δύσκολο, πόσο αφόρητο είναι αυτό για την ψυχή του καλλιτέχνη, να ανεβάζει ένα τέτοιο έργο, να γίνεται μέρος μιας τέτοιας συνθήκης. Ενώ συνάμα, καταλήγω, σ’ αυτό αποτυπώνεται και το βαθύτερο καθήκον της τέχνης: να παρακολουθεί την ιστορία, να τιμά τη μνήμη και μέσα από τις λέξεις, τα σώματα και τις κινήσεις, την ερμηνεία, να μην επιτρέπει ποτέ να ξεχαστούν όσα συνέβησαν.
Οι σκηνές που παρουσιάζονται αποσπασματικά από το βιβλίο του Λέβι, δένονται με κόκκινες κλωστές-στιγμιότυπα από συνεντεύξεις που έχει δώσει ο Λέβι. Οι μικρές αυτές διαλογικές σκηνές προσφέρουν κάθε φορά ένα μικρό άλμα στην ιστορία και θέτουν τον Λέβι-στοχαστή στην καρέκλα του αφηγητή πιο ψύχραιμο από ποτέ, έναν σύγχρονο φιλόσοφο της ανθρώπινης φύσης. Η θεατρική διασκευή του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», από τους Domenico Scarpa και Valter Malosti, αποτελεί αναμφίβολα μία επιτυχημένη μεταφορά του Μεγάλου αυτού αφηγήματος επί σκηνής.
Τα σώματα πάλλονται, τα πρόσωπα δακρύζουν, άλλοτε κοκκινίζουν, έτοιμα να εκραγούν. Όμως, άκου, ένα από τα πιο υπέροχα και ταυτόχρονα συγκλονιστικά στοιχεία της παράστασης, είναι το πώς οι ηθοποιοί (Μελαχρινός Βελέντζας, Νικόλας Κατούνης, Γιάννης Κατσιμίχας, Αμαλία Κόμινου, Δήμητρα Μάζη, Γιώργος Τάτσης, Νάνσυ Χρυσικοπούλου) έχουν καταφέρει να εκφράσουν τον πιο έντονο σπαραγμό μέσα από τη σιωπή, μέσα από βλέμματα ή μηδαμινά αγγίγματα, χωρίς τίποτα περιττό, χωρίς κανένα δραματικό στολίδι. Δεν υπήρχαν δράματα στο Άουσβιτς, το Άουσβιτς ήταν μία σιωπηλή τραγωδία. Στο Άουσβιτς δεν μπορούσες να φωνάξεις, να κραυγάσεις. Στο Άουσβιτς δεν είχες δικαίωμα να ζεις. Δε χάθηκαν, όμως, τα βλέμματα, δεν εξαφανίστηκαν τα αγγίγματα, δεν εξαφανίστηκε η ζωή, έστω κι αν παρέμειναν στα κατώτερα στάδια της ύπαρξης. Η ψύχραιμη εξιστόρηση του συγγραφέα είναι ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της παράστασης -από την υποκρητική ως τη σκηνοθετική ματιά και την κινησιολογία- και αυτό είναι κάτι ακόμα που την καθιστά μία σπουδαία θεατρική μεταφορά του έργου του Λέβι.
Η σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη είναι μία συγκλονιστική μαρτυρία όσων συνέβησαν. Τα σώματα βρίσκονται μες το βαγόνι του τρένου, στην ουρά για ένα πιάτο σούπα, στείβουν τα ρούχα απ’ τη βροχή και από τη λάσπη, ξεδιψούν με βρόμικο νερό και κουλουριάζονται δυο-δυο σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι με μια κουβέρτα τόση δα. Η λιτότητα των σκηνικών και των props, που περιορίζονται σε καρέκλες, έναν κουβά με νερό και μια σκάλα, αφήνει τους ηθοποιούς ελεύθερους να αποδώσουν όλη την ενέργεια του έργου μέσα από τα κορμιά τους. Και αυτό κάνουν, με μεγάλη επιτυχία.
Δύο στιγμές θα παρουσιάσω ως τις πιο (προσωπικά) συντριπτικές κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ξεκίνησα να γράφω (νοητά), όταν, μετά το τέλος του έργου, βρέθηκα απέναντι από την ξύλινη σκούπα και τα άδεια ζευγάρια παπουτσιών. Η στιγμή που οι κρατούμενοι του Άουσβιτς, γυμνοί, χωρίς τα υπάρχοντά τους, χωρίς τίποτα που να θυμίζει τη ζωή τους πριν την αιχμαλωσία, χάνουν ό,τι πολυτιμότερο τους έχει απομείνει, τα παπούτσια τους. Ο κάθε «κλέφτης» παπουτσιών, που θα έπαιρνε φυσικά και ό,τι άλλο έβρισκε, ορμάει με μια σκούπα και τα σέρνει μακριά τους. Πέραν του προφανούς επί σκηνής (της κλοπής των παπουτσιών), ο συμβολισμός αυτής της αποκοπής, της κοπής της τελευταίας κλωστής που δένει τους Εβραίους του Άουσβιτς με τη ζωή τους έξω από το στρατόπεδο, μου φέρνει δάκρυα. Η μάζωξη των παπουτσιών σωρηδόν με μια σκούπα, η μάζωξη των σκουπιδιών και η κατάληξή τους στα απορρίμματα, η σωρηδόν μάζωξη εκατομμυρίων ανθρώπων και η κατάληξή τους…
Η δεύτερη στιγμή δεν αποτελεί μία σκηνή, μα μία πρακτική που ακολουθείται στην παράσταση και είναι η κάλυψη των προσώπων των ηθοποιών με μαντίλια. Εκείνος που έχει τον λόγο, εκείνος που ενσαρκώνει για μια στιγμή τον Πρίμο Λέβι, παίρνει σάρκα και οστά, έχει πρόσωπο. Για εκείνη ακριβώς τη στιγμή σταματά να είναι ένα νούμερο στην καταμέτρηση των Ναζί. Κάθε στιγμή αποκάλυψης ενός προσώπου για μένα ερχόταν σαν δυνατός χτύπος στην καρδιά. Σκεπάζουμε τους νεκρούς μας, σκεφτόμουν, οι άνθρωποι αυτοί είναι σχεδόν νεκροί.
Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για τον Πρίμο Λέβι και το έργο του, διαβάζω πως το πιο ξακουστό του αφήγημα, «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», από το 1960 περιλαμβάνεται στη διδακτέα ύλη των σχολείων στην Ιταλία. Όσες φορές κι αν έρθεις αντιμέτωπος με τη φρίκη των Ναζί μέσα από ένα έργο, καταλαβαίνω, είναι δυσβάσταχτο το γεγονός ότι η τέχνη αυτή που παρακολουθείς, διαβάζεις, ακούς, είσαι δέκτης, βασίζεται όχι στη φαντασία, μα στην ιστορία.
Ο Πρίμο Λέβι έμεινε στην ιστορία ως «Ο συγγραφέας του Ολοκαυτώματος». Στο έργο του συμπεριλαμβάνονται (μεταξύ άλλων) τα παρακάτω βιβλία: Αν αυτό είναι ο άνθρωπος (Se questo è un uomo), Η ανακωχή (La tregua), Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν (I sommersi e i salvati), Αν όχι τώρα, πότε; (Se non ora, quando?), Το περιοδικό σύστημα (Il sistema periodico), Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου και Λίλιθ. Ο Λέβι αποδείχθηκε ένας εξαιρετικός συγγραφέας και, πέραν της συγκλονιστικής του εμπειρίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, έγραψε επίσης μυθιστορήματα, ποιήματα και άλλα διηγήματα.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Κείμενο: Primo Levi
Θεατρική διασκευή: Domenico Scarpa, Valter Malosti
Δραματουργική επεξεργασία: Ο θίασος
Σκηνοθετική επιμέλεια: Γεωργία Μαυραγάνη
Σκηνικά – Κοστούμια: Λίλη Κυριλή
Σχεδιασμός Φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Φωτογραφίες: Κώστας Γκιόκας
Trailer: Θωμάς Παλυβός
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αμαλία Κόμινου
Ηθοποιοί: Μελαχρινός Βελέντζας, Νικόλας Κατούνης, Γιάννης Κατσιμίχας, Αμαλία Κόμινου, Δήμητρα Μάζη, Γιώργος Τάτσης, Νάνσυ Χρυσικοπούλου
Θέατρο Tempus Verum – Εν Αθήναις
Παραστάσεις: Παρασκευή/Σάββατο: 20:00, Κυριακή: 20:30