Η ταινία, Cannibal Tours, ανήκει στα ­ντοκιμαντέρ της ανθρωπολογικής παρατήρησης του φαινομένου του τουρισμού στη Νέα Γουινέα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο σκηνοθέτης, Dennis O’Rourke, συμπυκνώνει στο έργο του μια εθνογραφία για το φαινόμενο του τουρισμού. Καταφέρνει, διακριτικά να διεισδύσει και να καταγράψει με τον φακό του τον τουρισμό ως πρακτική τόσο από την οπτική σκοπιά των ευρωπαίων τουριστών στην κρουαζιέρα τους στον ποταμό Sepik, όσο και από την οπτική των ιθαγενών της περιοχής.

Το 1988, ο Rourke, σκηνοθετεί μια εθνογραφία, όπως ένα γραπτό κείμενο, με μια συγκριτική μέθοδο και κάνοντας χρήση των αφηγηματικών τεχνικών με ποικίλους τρόπους, χτίζοντας μια ιδιαίτερη εισαγωγή και καταλήγοντας στις προσωπικές του θέσεις, με περιπαικτικό ύφος, όπως θα σημειωθεί στη συνέχεια.

Cannibal Tours, Dennis O'Rourke ~ 1988. Ο Dennis O'Rourke συμπυκνώνει στο έργο του μια εθνογραφία για το φαινόμενο του τουρισμού. Κριτική Εύα Μιχαηλίδου.

Ως πλάνο εγκαθίδρυσης επιλέγει τη θάλασσα. Με την ανοδική κίνηση του πλάνου προς τον ορίζοντα, εισάγει στεριά στην εικόνα, συνδυάζοντας το οπτικό κομμάτι του φιλμ, με κλασική μουσική εγχόρδων. Συνειρμικά μάς μεταφέρει στην εποχή της αποικιοκρατίας κι αμέσως μετά μάς εντάσσει στη σύγχρονη πραγματικότητα με ήχο από παράσιτα ραδιοφώνου και γλώσσα εκφώνησης την αγγλική αυστραλιανή διάλεκτο. Με ελαφριά κίνηση προς τα δεξιά (Ευρώπη-Δύση, Νέα Γουινέα-Ανατολή), ακούγεται το «zapping» ενός ραδιοφώνου κι ενδιάμεσα νεωτερική μουσική, ποπ κουλτούρας.

Η ένταξή μας στην τοποθεσία, επιτυγχάνεται με την απότομη αλλαγή του πλάνου στο φυσικό τοπίο συνδυάζοντας το, με ήχους του ζωικού κόσμου και ένα στερεοτυπικό πνευστό άκουσμα «πρωτόγονης» εμπειρίας. Η κατακλείδα της εισαγωγής και η ένταξη στο θέμα, σοκάρει τον θεατή και το πρώτο σχόλιο του σκηνοθέτη με δυσκολία γίνεται αντιληπτό. Το τρίτο πλάνο δεν έχει κίνηση. Η θέση της κάμερας είναι σταθερή, όπως στα κλασικά ντοκιμαντέρ παρατήρησης των Flaherty, Mead-Bateson. Στα 2/4 της εικόνας στο πλάνο βρίσκεται το υποκείμενο παρατήρησης εξίσου σταθερό.

Το υποκείμενο δεν είναι άλλος από ένα νεαρό ιθαγενή που στέκεται σταθερός, πίσω από έναν ξύλινο φράχτη, ο οποίος άλλοτε κοιτάει στην κάμερα, άλλοτε αλλού.

Στο σημείο αυτό, τίθεται το ερώτημα «ποιος παρατηρεί ποιον;».

Ίσως ο ιθαγενής να θεωρείται – ή και να φαίνεται – πιο ευάλωτος παρατηρητής μπροστά στον άλλο παρατηρητή (σκηνοθέτη- χειριστή της κάμερας- κάμερα). Απευθείας, γίνεται αντιληπτή μια σχέση εξουσίας μεταξύ των δύο. Ο Rourke με αυτό τον τρόπο θέτει τον άξονα που θα κινηθεί η ταινία, δηλαδή τις σχέσεις εξουσίας τουρίστα – ιθαγενή σε οικονομική βάση.

Το κυρίως θέμα ξεκινάει με ένα πολύ μικρό πλάνο 4 δευτερόλεπτων που αποτελεί προοικονομία αφήγησης στην ταινία. Σε αυτό το πλάνο, μόλις που προλαβαίνουμε να αντιληφθούμε τι απεικονίζεται και τη σημασία του. Πρόκειται για την πελέκηση ξύλου, μια πρακτική ξυλογλυπτικής των ιθαγενών της περιοχής, η οποία εξυπηρετεί στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας τους, ως «Άλλοι».  Δημιουργούν έτσι και μια πολιτισμική κληρονομιά για κατανάλωση και που εισάγεται στην παγκόσμια οικονομία ως πηγή εσόδων των κατοίκων της περιοχής.

Με τη μέθοδο της σύγκρισης, στο επόμενο over the shoulder πλάνο, αντιθετικά πια σε σχέση με το προηγούμενο, παρουσιάζεται για πρώτη φορά το στερεοτυπικό υποκείμενο του δυτικού τουρίστα: μεσήλικας, μέσα σε βάρκα στην όχθη του ποταμού, πλησιάζει τη στεριά, κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή αποτυπώνοντας την «εξωτική» ομορφιά της φύσης ενός «άλλου», μη εκβιομηχανισμένου κόσμου.

Σύμφωνα με τη συνέντευξη ενός ιθαγενή, πολύ αργότερα στην ταινία, συσχετίζεται η πρώτη εποίκιση της περιοχής από ευρωπαίους με την τουριστική δραστηριότητα και την αντίδραση των ιθαγενών στην κάθε περίπτωση. «Οι παλιοί μας πρόγονοι επέστρεψαν» σε αντίθεση με το «Οι νεκροί επέστρεψαν» ακολουθεί το «να μας σώσουν» σε κάθε περίπτωση, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Ωστόσο, ο ιθαγενής φαίνεται να έχει πλήρη συνειδητότητα της κατάστασης και των δυο περιπτώσεων. Αντιλαμβάνεται τη σχέση εξουσίας που υπάρχει και προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από αυτήν, καθώς δηλώνει πως δεν πιστεύουν τα λόγια, αλλά είναι εκφράσεις ελάφρυνσης της κατάστασης εκμετάλλευσης που βιώνουν.

Οι πληροφορητές της εθνογραφίας – ντοκιμαντέρ είναι πολλοί και διαφορετικοί φορείς αντιλήψεων ακόμα και μεταξύ του δίπολου ιθαγενή, «πρωτόγονου, φυσικού ανθρώπου» – τουρίστα, δυτικού, «πολιτισμένου», όπως παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της ταινίας. Ωστόσο, ο Rourke παρουσιάζει την οπτική του καθενός ξεχωριστά, τονίζοντας έτσι αυτό το δίπολο και μεταφέροντάς το σε οικονομικό επίπεδο (φτωχού – πλούσιου), εφόσον τελικά η ποικιλομορφία απόψεων της κάθε ομάδας του αρχικού δίπολου, συγκλίνει στην αντίληψη για το οικονομικό σύστημα μέσω της τουριστικής οργάνωσης και δραστηριότητας. Δηλαδή, ο Rourke κάνοντας χρήση της θεωρίας του αποδομισμού βασίζεται στη θεωρία habitus του Bourdieu και σχολιάζει το μεταδομισμό.

Στις επόμενες παραγράφους, θα αναφερθούν και θα σχολιαστούν πλάνα που συγκροτούν τη θέση του Rourke σε σχέση με το εκάστοτε πλάνο και η ανάγνωσή τους.

Την ιστορική αναδρομή στο παρελθόν της κουλτούρας, των κατοίκων και της περιοχής, ο σκηνοθέτης επιλέγει να την παρουσιάσει με παράθεση φωτογραφιών της γερμανικής αποικιοκρατίας σε μπλε ψυχρό χρώμα και με διάλογο μεταξύ ιθαγενή-ξεναγού και γερμανού τουρίστα-καταναλωτή, όπως διαπιστώνουμε στο επόμενο πλάνο της μετάβασης στο παρόν. Στο παρόν, λοιπόν, τα χρώματα είναι φυσικά, τα υποκείμενα καταγράφονται και συνδιαλέγονται μεταξύ τους στην αφήγηση μιας κουλτούρας κανιβαλικής δραστηριότητας, καθώς επιτελείται μια ξενάγηση στον φυσικό χώρο μπροστά στο μνημείο της κανιβαλικής πρακτικής.

Η στιχομυθία είναι εξαιρετικά πλούσια σε νοήματα από τους, ίσως όχι τόσο διαφορετικής νοοτροπίας, φορείς, οι οποίοι έρχονται σε αλληλεπίδραση με αφορμή τον τουρισμό – την ανταλλαγή χρήματος-ξενάγησης στο πλαίσιο της οικονομικής οργάνωσης.

Άραγε πόσο προσπαθούν να υποδυθούν τους ρόλους τους στην προσπάθεια απενοχοποίησης αυτής της ανταλλαγής;

Πως, που και πότε ξεπερνιούνται τα όρια αυτής της ανταλλαγής και πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις εξουσίας;

Οι σχέσεις εξουσίας γίνονται αντιληπτές στο σημείο που ο γερμανός τουρίστας ζητά να φωτογραφηθεί στον βωμό της κανιβαλικής δραστηριότητας, στο σημείο της διαπραγμάτευσης της μείωσης της τιμής του γλυπτού, στη φωτογράφηση του νεαρού ιθαγενή και των παιδιών. Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις γίνεται κατάχρηση της οικονομικής υπεροχής των τουριστών και της καταναλωτικής δύναμης που κατέχουν έναντι στους ιθαγενείς που πουλούν την «πρωτόγονη», «εξωτική», «φυσική» ταυτότητα και πολιτισμική κουλτούρα.

Ένας ιθαγενής πληροφορητής δηλώνει πως είναι δύσκολο να βγάλεις χρήματα, ενώ ένας άλλος πως η αξία των αντικειμένων προς πώληση δεν πρέπει να αλλάζει, αναφερόμενος στην παγκόσμια οικονομία της σταθερής τιμής στα καταστήματα που ο ίδιος καταναλώνει προϊόντα ένδυσης. Μια ιθαγενής πληροφορήτρια παραπονιέται για την κατανάλωση εμπειρίας στην περιοχή σε αντίθεση με την επιθυμητή κατανάλωση των προϊόντων από τους τουρίστες.

Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό του πλοίου γίνονται συζητήσεις μεταξύ των τουριστών για τον τρόπο ζωής των ιθαγενών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναπαραγωγής του στερεότυπου του «πρωτόγονου» ως ευτυχισμένου ανθρώπου από τη θεωρία του Ρουσώ ακούγεται στο πλοίο σε μια παρέα επισκεπτών από ένα Ιταλό τουρίστα. Μια τουρίστρια δηλώνει πως επένδυσε στην τέχνη της ξυλογλυπτικής ως θετικό στοιχείο για την ίδια, καθώς δεν είναι ελάχιστες οι φορές που η τοπική τέχνη μιας τέτοιας περιοχής αποκτά σημασία και προσοχή σε διάφορα μουσεία του δυτικού κόσμου.

Τέλος, ο Rourke με τη μέθοδο της σύγκρισης επιτυγχάνει στην ταινία του να σχολιάσει το φαινόμενο του τουρισμού στη διεθνή οικονομική οργάνωση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με διάφορους τρόπους…

Μέσα από τα πλάνα αντίθεσης στον ποταμό Sepik με το πλοίο των επισκεπτών και τα κανό των ιθαγενών, μέσω της διατροφής και του ρουχισμού και κυρίως μέσω της καταγραφής των σύγχρονων πρακτικών και κυρίως μέσω των συνεντεύξεων αναδεικνύοντας το δίπολο φτωχού-πλούσιου.

Καταλήγοντας, η ταινία περιγράφει τον στερεοτυπικό τουρίστα να μεταβάλλεται και να διαμορφώνεται σε άλλο είδος επισκέπτη την περίοδο της φιλμογράφησης της ταινίας, με τη χρήση του πλάνου του αντικατοπτρισμού του τουρίστα στον καθρέφτη φορώντας τα αντικείμενα που απέκτησε από την επίσκεψή του στην περιοχή. Με αυτό τον τρόπο σχολιάζει την εξωτερική, επιφανειακή αλλαγή με τη σωματοποίηση της εμπειρίας της επίσκεψης, αφήνοντας έτσι περιθώριο επανορισμού της προβαλλόμενης τουριστικής στερεοτυπικής εικόνας στο θεατή.


Κείμενο: Εύα Μιχαηλίδου

Εγγραφείτε στο newsletter του ART.harbour

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.

Kindle Χωρίς διαφημίσεις

Εσύ τι λες;

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ