Με δυσκολεύει φοβερά το να πρέπει να μείνω στο σπίτι. Ειδικά μετά από τόσους μήνες καραντίνας. Δεν είναι COVID -και φυσικά αυτό αυτομάτως φέρνει μια βαθιά εκπνοή ανακούφισης- αλλά και πάλι, είναι μία γερή ίωση με δυσκολία στην αναπνοή που με κρατά μέσα. Δε μου απαγορεύει κανείς να βγω, αλλά σκέφτομαι ότι ίσως συνήθισα να φοβάμαι· φοβάμαι μην κολλήσω τους άλλους, και μη χειροτερέψω εγώ, μην κολλήσω κάτι χειρότερο από τους άλλους. Έχω αρκετές δουλειές να κάνω στον υπολογιστή και όταν επιτέλους τελειώνω, ανοίγω τα emails του ART.harbour. Ανάμεσα στα δεκάδες αδιάβαστα, ξεχωρίζω τον τίτλο του νέου επεισοδίου Je Reviens της σειράς Καρτ Ποστάλ, μίας από τις πιο αγαπημένες μου σειρές τους τελευταίους μήνες…
Η ημερομηνία γράφει 25 Νοεμβρίου. Έχει ήδη παιχτεί στην τηλεόραση, οπότε υποθέτω ότι θα έχει ανέβει και στο Ertflix -την εφαρμογή που έχω αγαπήσει και για την οποία σας έχω ξαναμιλήσει πολλάκις στο παρελθόν. Και πράγματι, έχει ανέβει. Χαμογελώ ενώ διαβάζω την υπόθεση…
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, ο Τζόζεφ (Ανδρέας Κωνσταντίνου) βρίσκεται μπροστά στην ανακάλυψη ενός ιδιαίτερου ευρήματος που, αν και δεν ανήκει στην αρχαιότητα, του κεντρίζει έντονα το ενδιαφέρον.
Η επαφή με τα social media, τα διάσπαρτες screenshots που έχω πετύχει online από το επεισόδιο, και μία διαγώνια ανάγνωση του δελτίου τύπου μού έχουν δώσει λίγα παραπάνω στοιχεία. Ένας νεαρός στρατιώτης των Ναζί, μία νεαρή κοπέλα σε ένα χωριό της Κρήτης, ένα βιβλίο με ποιήματα στα γαλλικά… Ο τίτλος άλλωστε μου έχει ήδη μαρτυρήσει ότι κάποιος επιστρέφει, ή τουλάχιστον ότι κάποιος υπόσχεται πως θα επιστρέψει.
Βλέπω το 9ο επεισόδιο της σειράς απνευστί. Λυπάμαι όταν χρειάζεται να πατήσω παύση για οποιονδήποτε λόγο. Σε κάθε πλάνο, σε κάθε βλέμμα, συλλογίζομαι ότι μάλλον έχω ήδη ερωτευτεί… τον τόπο, τις λέξεις, τον λόγο των ηθοποιών και την υπερβολικά υπέροχη άρθρωση του Ανδρέα Κωνσταντίνου, τις ιστορίες που γέννησε το μυαλό της ταλαντούχας Victoria Hislop στο βιβλίο της Cartes Postales from Greece (Οι καρτ ποστάλ), τα πλάνα και τη φωτογραφία της σειράς… Σε αυτήν την ιστορία πρωταγωνιστούν ο Aνδρέας Κωνσταντίνου, η Αιμιλία Υψηλάντη με τη σπουδαία ερμηνεία της ως Ευαγγελία, ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ (ο αδερφός της, Στάθης), η Νεφέλη Οικονόμου (νεαρή Ευαγγελία) και ο Corvin Hummer (Φραντς).
Ο Φραντς είναι ένας 18χρονος στρατιώτης των Ναζί, φοιτητής Γαλλικής φιλολογίας με αγάπη για την ποίηση και καλοσύνη στα μάτια. Στην κατοχή, βρίσκεται σε ένα χωριό της Κρήτης με το υπόλοιπο τάγμα των Γερμανών στρατιωτών. Εκείνος, όμως, φαίνεται να διαφέρει. Στο καφενείο του χωριού γνωρίζει την επίσης νεαρή Κρητικιά Ευαγγελία. Εκείνη τον σερβίρει ρακές και εκείνος της χαρίζει κρυφά βιβλία. Ερωτεύονται. Εκείνος εξαφανίζεται. Ο σκελετός ενός νεαρού άντρα αποκαλύπτεται στην ανασκαφή που συμμετέχει ο Τζόζεφ. Ένας νέος γερμανός στρατιώτης, βασανισμένος, με ένα τραύμα στο κρανίο από σφαίρα. Στο πλάι του μόνο ένα κομμάτι από το εξώφυλλου ενός βιβλίου. Η Ευαγγελία, ηλικιωμένη πια, το ξέρει καλά, είναι αυτός. Είναι ο εξαφανισμένος της Φραντς. Ο πόλεμος δε λυπάται κανέναν· ούτε καν τους ερωτευμένους.
Είναι όλοι έτσι, σκατοφάρα. – Δεν είναι όλοι ίδιοι· υπάρχουν κι άλλοι Φραντς! Από τη μία η σφαγή των ντόπιων εκεί λίγο πριν τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τους Γερμανούς Ναζί, που κάνει τους κατοίκους να μισούν τους εισβολείς και από την άλλη η ελπίδα ότι δεν είναι όλοι ίδιοι. Συλλογίζομαι την επίσκεψή μου στο Βερολίνο. Το σφίξιμο στο στομάχι σε κάθε μνημείο δολοφονιών, στην κενή βιβλιοθήκη στο κέντρο της πλατείας, στο άγαλμα που τιμά την ελευθερία… Τότε είχα πραγματικά ανατριχιάσει με τον πόνο των σύγχρονων Γερμανών· πόσο αβάσταχτο, σκέφτηκα, μπορεί να είναι να προσπαθείς καθημερινά να ξεπλύνεις τέτοια ντροπή από πάνω σου; Μια ντροπή που δεν είναι καν δική σου. Ίσως των προγόνων, των παππούδων, των γιαγιάδων σου, των πατεράδων, αλλά όχι δική σου…
Ο σκελετός ενός νεαρού άντρα αποκαλύπτεται στην ανασκαφή που συμμετέχει
ο Τζόζεφ. Ένας νέος γερμανός στρατιώτης, βασανισμένος, με ένα τραύμα στο κρανίο από σφαίρα.
Στο πλάι του μόνο ένα κομμάτι από το εξώφυλλου ενός βιβλίου. Η Ευαγγελία, ηλικιωμένη πια, το ξέρει καλά, είναι αυτός. Είναι ο εξαφανισμένος της Φραντς.
Ο πόλεμος δε λυπάται κανέναν· ούτε καν τους ερωτευμένους.
“Έχω πραγματικά ερωτευτεί αυτή τη σειρά”. Δεν ξέρω αν έχει αποτυπωθεί με τον πιο μαγικό τρόπο η σκέψη της Hislop στην οθόνη ή αν είναι τα τοπία και η λαχτάρα των ηθοποιών να ξετυλίξουν τον μύθο ή αν και το βιβλίο ακόμη χωρίς τη μαγεία της κινούμενης εικόνας θα με μετέφερε εκεί, στην Κρήτη, πότε να παρακολουθώ ως αμέτοχη παρατηρήτρια και πότε να πρωταγωνιστώ κι εγώ στις στιχομυθίες και στην εξέλιξη των ιστοριών, να γράφω τις δικές μου καρτ-ποστάλ περιμένοντας κάποιον να επιστρέψει… Δεν ξέρω αν η έλειψη των τελευταίων χρόνων από τη γνωριμία με νέους ανθρώπους σε άγνωστα μέρη κάνει τη λαχτάρα μου να φουντώνει… Πάντως η προσμονή μου για κάθε επόμενο επεισόδιο αυτής της σειράς ολοένα και μεγαλώνει. Ώσπου να φτάσουμε στο 12ο επεισόδιο της σειράς, σκέφτομαι, θα έχω ταξιδέψει σ’ όλη την Κρήτη, θα έχω συναντήσει τόσους ανθρώπους, θα έχω φαντασιωθεί τόσα πρόσωπα και τόσες νέες ιστορίες…
Οι τίτλοι τέλους έχουν πέσει… Αυτά τα 2,5 περίπου λεπτά μουσικής, μαύρου φόντου και γραμμάτων που περνούν απ’ την οθόνη φέρνουν στο μυαλό μου τη γιαγιά μου. Από την αρχή της αποκάλυψης του νήματος της ιστορίας η σκέψη μου πήγε εκεί, στο χωριό μου στον Παρνασσό επί κατοχής. Οι Ιταλοί ήταν υπεύθυνοι για την περιοχή. Η γιαγιά μου, νεαρή τότε ίσως 16. Κάποιες φορές, ενώ περνούσαμε από το σχολείο του χωριού μού έκανε μια πολύ συγκεκριμένη αναφορά σε έναν άνθρωπο. Ένας Ιταλός στρατιώτης τής έφερνε σεντόνια από την Ιταλία και της μάθαινε ιταλικά τραγούδια. Έλαμπε το πρόσωπό της. Εκείνη του πρόσφερε ψωμί που έφτιαχναν στο σπίτι με αλεύρι από τον μύλο (τον μόνο μύλο της περιοχής) του πατέρα της, του προπάππου μου δηλαδή. Δε θυμάμαι τίποτα άλλο, ούτε τη ηλικία είχε ο στρατιώτης, ούτε ποια ήταν αυτά τα ιταλικά σεντόνια κι αν τελικά τα είχε κρατήσει και αν ίσως τα είχε δωρίσει σε μας χωρίς να ξέρουμε. Ήμουν πολύ μικρή για να ενδιαφερθώ να ρωτήσω. Η γιαγιά έφυγε το 2016.
Αναρωτιέμαι γι’ αυτόν τον άντρα, αν είχε οικογένεια στην Ιταλία που την αποζητούσε, αν ήταν απλώς ένας καλός άνθρωπος εν καιρώ πολέμου, αν ήταν ερωτευμένος μαζί της και δεν το έμαθα ποτέ… Αναρωτιέμαι, αν ζητούσα περισσότερα, μήπως είχε κι εκείνη περισσότερα να μου διηγηθεί; Σκέφτομαι πως όλοι μας, όλοι, αν ακούσουμε σίγουρα υπάρχουν πολλές ιστορίες εκεί έξω έτοιμες να ειπωθούν.
Όλα τα επεισόδια είναι δωρεάν διαθέσιμα μέσω της εφαρμογής της Κρατικής Τηλεόρασης @Ertflix, αλλά και στο WebTV της ΕΡΤ και φυσικά στο κανάλι της ΕΡΤ.
Συγγραφέας: Βικτόρια Χίσλοπ
Διασκευή σεναρίου: Νίκος Απειρανθίτης, Αλεξάνδρα Κατσαρού (Αλεξάνδρα Κ*), Δώρα Μασκλαβάνου, Παναγιώτης Χριστόπουλος (μαζί με τη συγγραφέα)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαβασιλείου
Σύνθεση πρωτότυπης μουσικής και τραγούδια: Μίνως Μάτσας
Δ/νση φωτογραφίας: Γιάννης Δρακουλαράκος, Pete Rowe (Λονδίνο)
Δ/νση παραγωγής: Ζωή Σγουρού
Οργάνωση παραγωγής: Σοφία Παναγιωτάκη, Ελισάβετ Χατζηνικολάου
Εκτέλεση παραγωγής: NEEDaFIXER