Ο Σαλούρ στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σκιαγραφεί τρεις ολότελα διαφορετικούς χαρακτήρες που το μόνο κοινό τους στοιχείο είναι η μοναξιά. Οι ζωές τους διασταυρώνονται σε ένα ερειπωμένο τρένο σε ένα απομακρυσμένο βραχώδες ξηρό τοπίο αποκομμένοι από τη βαβούρα και τον πολιτισμό της πόλης. Σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο επιβιώνουν και ζουν ελεύθεροι, έχοντας δημιουργήσει τις δικές τους κοινωνικές νόρμες.
Ο Κάντερ είναι ο πιο παλιός ένοικος του τρένου. Ζει μαζεύοντας παλιοσίδερα στις ράγες των τρένων και είναι ανεπίσημα ο ιδιοκτήτης του τρένου, αποφασίζοντας ποιος θα διαμένει στο τρένο και ποιος όχι. Όντας σκυθρωπός και αντικοινωνικός ελάχιστα πράγματα μαθαίνουμε για εκείνον κατά την διάρκεια της ταινίας.
Ο νεαρός Χασάν μεταφέρει κόσμο με ένα παλιό εγκαταλελειμμένο τελεφερίκ, καθώς η γέφυρα που συνδέει τις δύο όχθες του ποταμού έχει καταρρεύσει και αυτός είναι ο μόνος τρόπος μετακίνησης από τη μία όχθη στην άλλη. Ωστόσο με τον καιρό έχει κάνει ιδιοκτησία του το τελεφερίκ, όπως άλλωστε έχει κάνει και ο Κάντερ κτήμα του το τρένο στο οποίο διαμένουν. Εκμεταλλευόμενος την ανάγκη των περαστικών να περνούν στην αντίπερα όχθη τούς αποκομίζει χρήματα επικαλούμενος την ευθύνη που παίρνει και τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν τους μεταφέρει. Στην επιχείρηση αυτή ο στενός του φίλος ο Ασγκάρ τον βοηθάει ώστε να προσελκύει επιβάτες στο τελεφερίκ.
Ο Ασγκάρ, ο “Άγγελος” όπως τον αποκαλούν, πέρα από το τελεφερίκ δουλεύει ως μικροπωλητής στα τρένα. Όντας εύστροφος και ευδιάθετος προσδίδει μία νότα ζωντάνιας στο ερειπωμένο τρένο, καθώς πέρα από τη φιλία που καλλιεργεί με τον Χασάν κατορθώνει να έρθει κοντά και με τον απρόσιτο Κάντερ.
Καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας, διάφοροι χαρακτήρες κάνουν το πέρασμα τους. Ένας κύριος ο οποίος έχασε μέσα από τα χέρια του την γυναίκα της ζωής του επειδή ποτέ του δεν της εξομολογήθηκε την αγάπη του για εκείνη, ένας αλκοολικός Λενινιστής, μία φτωχή νεαρή κοπέλα η οποία παριστάνει την κόρη του πεθαμένου συζύγου της για να μπορέσει να τον θάψει στη γενέτειρα του, ένας σινεφίλ αντιπρόσωπος του σιδηροδρομικού σταθμού ο οποίος θέλει να κατασχέσει το ερειπωμένο τρένο του Κάντερ. Όλοι τους είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι οι οποίοι έχουν μία ιστορία να αφηγηθούν για τη ζωή τους. Ο Χασάν και ο Ασγκάρ ακούνε με προσοχή τους προβληματισμούς τους, τους φόβους και τα βάσανα τους, και συμπάσχουν μαζί τους, καθώς και οι ίδιοι κουβαλάνε ανέκφραστα συναισθήματα και μυστικά μέσα τους.
Η ταινία θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας δείχνει την ανάγκη του ανθρώπου για επαφή, επικοινωνία και συντροφικότητα. Αν και η γέφυρα που συνδέει τις δύο όχθες είναι κατεστραμμένη και ο δορυφόρος για την κινητή επικοινωνία είναι προβληματικός, οι πρωταγωνιστές εφευρίσκουν νέους τρόπους επικοινωνίας τόσο μεταξύ τους όσο και με τους περαστικούς. Έχοντας χτίσει τη δική τους κοινωνία σε αυτό το απόμακρο τοπίο, προσπαθούν να απωθήσουν τα πιο απόκρυφα μυστικά τους και τον μεγαλύτερο τους φόβο, τη μοναξιά. Ωστόσο, στο τέλος τα μυστικά των τριών πρωταγωνιστών ξεσκεπάζονται το ένα μετά το άλλο όταν ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου, ο θάνατος, τους κρούει την πόρτα. Ένα από τα μυστικά που βγαίνουν στο φως είναι ότι ο Ασγκάρ στην πραγματικότητα είναι μία νεαρή κοπέλα η οποία το έσκασε από το σπίτι της και μεταμορφώθηκε σε αγόρι για να μπορέσει να εργαστεί.
Η ανάγκη του ανθρώπου για επαφή, επικοινωνία και συντροφικότητα.
Αν και η ταινία άργησε να κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους – μιας και στο Ιράν λογοκρίθηκε αυστηρά λόγω του ότι μια γυναίκα ηθοποιός έπαιζε τον ρόλο ενός άντρα (Ασγκάρ) – κατάφερε να βγει έξω από τα σύνορα του Ιράν και να μας προσφέρει μια ταινία με ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά και δεξιοτεχνικά πλάνα οπού η έννοια του ΑΝΘΡΩΠΟΥ, με όλα τα θαυμαστά και απρόβλεπτα χαρακτηριστικά του, βρίσκεται στο επίκεντρο.
Κείμενο: Παρασκευή Ελ Μαγκούτ