Ημέρα 12η: The Night Eats the World, Dominique Rocher ~ 2018
Μεταμεσονύκτια προβολή
Χθες βράδυ έπεσα πάνω σε δύο φρέσκιες ζομποταινίες· Η πρώτη ήταν το The Night Eats the World και η δεύτερη το Cargo για το οποίο θα ακολουθήσει κριτική στη συνέχεια. Με μία σχετικά μεγάλη για τα δικά μου δεδομένα αποχή από τα ζομπονιούζ αποφάσισα να το τολμήσω και να δω και τις δυο σε μία νύχτα ξεκινώντας από την πρώτη. Το The Night Eats the World είναι μία γαλλική ζομποταινία – ένας χαρακτηρισμός που μέχρι το τέλος της κριτικής μάλλον θα μπει σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα.
Βλέποντας τα πράγματα με καθαρότερο μυαλό το επόμενο πρωινό, γρήγορα κατάλαβα – εκτός από το προφανές, ότι πρόκειται δηλαδή για μία μέτρια ταινία – ένα βασικό χαρακτηριστικό που ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ την ταινία είναι η αναφορά μία άλλης υπεργαμάτης ζομποταινίας στο trailer. Όταν, λοιπόν, αναφέρεις στο trailer της ταινίας ότι πρόκειται για την “Most innovative zombie movie since Shaun of the Dead” έχεις αυτομάτως πάρει ένα ταιράστιο ρίσκο, διότι θέτεις ο ίδιος τη σύγκριση με μία από τις ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ζομποταινίες. Με υψηλές προσδοκίες, λοιπόν, πάτησα play στο The Night Eats the World.
ΠΛΟΚΗ
Όταν ο συμπαθέστατος Sam (Anders Danielsen Lie) ανεβαίνει στο διαμέρισμα της πρώην φιλενάδας του Fanny στο Παρίσι – όπου γίνεται ένα ξέφρενο πάρτυ – για να πάρει κάποια δικά του πράγματα δεν έχει ιδέα για το τι θα επακολουθήσει λίγες ώρες αργότερα. Με προτροπή της Fanny πηγαίνει σε ένα μικρότερο δωμάτιο όπου βρίσκει μεταξύ άλλων μια κούτα με τις κασέτες του. Ο ίδιος αποφασίζει να κλείσει την πόρτα (και να την κλειδώσει – γουάατ?) και να αράξει σε μια πολυθρόνα. Καταλήγει να τον παίρνει ο ύπνος και να ξυπνά σε έναν post apocalyptic world, όπου οι δρόμοι του Παρισιού έχουν καταληφθεί από ζόμπια. Μετά το πρώτο σοκ αποφασίζει να αμπαρωθεί στο κτίριο, κάνοντας πλιάτσικο στα διαμερίσματα και λιανίζοντας τυχόν ζόμπια που βρίσκει στον διάβα του. Σχεδόν πλήρως προετοιμασμένος για ένα σκηνικό αποκάλυψης, ο Sam χωρίζει τις προμήθειες, οργανώνει τον χώρο, φροντίζει για πόσιμο νερό και γενικά προσπαθεί να επιβιώσει. Με μόνη συντροφιά ένα ζόμπι πρώην γιατρό που κρατά κλεισμένο στο ασανσέρ του κτιρίου, προσπαθεί να διατηρήσει τα λογικά του, ενώ παίρνει τη μία λάθος απόφαση μετά την άλλη.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ & TRIVIA
Το βιβλίο του Pit Agarmen έμελλε να γίνει ταινία με τον ομώνυμο τίτλο σε σκηνοθεσία Dominique Rocher. Οι Jérémie Guez, Guillaume Lemans και ο ίδιος ο Rocher έβαλαν το χεράκι τους επίσης στο σενάριο. Και νομίζω ότι εκεί ακριβώς εστιάζεται το βασικό πρόβλημα της ταινίας· στην έλλειψη καλού σεναρίου – ή σεναρίου γενικότερα. Φυσικά, γρήγορα κατανοεί κανείς ότι δεν πρόκειται για μία αυθεντική ζομποταινία, αλλά περισσότερο για μία ιστορία αλά Ροβινσώνας Κρούσος που εστιάζει στη μοναξιά και την ανάγκη για συμβίωση σε ένα υποθετικό σενάριο απομόνωσης. Βλέπουμε τον Sam να ρισκάρει τη ζωή του για να σώσει μία αδέσποτη γάτα από τον δρόμο, ενώ κρατά κλειδωμένο στο ασανσέρ ένα ζόμπι στο όποιο μιλά σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια επικοινωνίας.
Δικαιολογημένα θα σου θυμίσει περισσότερο τη σειρά Last Man on Earth παρά μία οποιαδήποτε zombie movie ή ανάλογη post apocalyptic tv-series. Κάτι που για μένα ήταν απελπιστικά ανυπόφορο, διότι η συγκεκριμένη σειρά είναι από τις λίγες που έκοψα στα πρώτα επεισόδια.
Πόσα ξέρεις για τις ΖΟΜΠΟΤΑΙΝΙΕΣ;
Κάνε το #QUIZ εδώ!
Το πρώτο, λοιπόν, βασικό μειονέκτημα του έργου είναι το σενάριο, που ουσιαστικά είναι ανύπαρκτο. Άντρας ξυπνάει για να αντικρίσει σκηνικό αποκάλυψης – Άντρας κλειδαμπαρώνεται σε κτίριο προσπαθώντας να επιβιώσει με ό,τι υπάρχει στο κτίριο – Άντρας μιλάει με ζόμπια στην προσπάθειά του να βγει από την μοναξιά του – Άντρας κάνει όλες τις λάθος επιλογές μέσα σε μία αργή και σταθερή πορεία προς την τρέλα – Άντρας δεν ενδιαφέρεται να αναζητήσει άλλους επιζόντες – Ζόμπια εξαγριώνονται και του ορμάνε στα τελευταία 10 λεπτά. Δυστυχώς, αν και η σκηνοθεσία είναι αρκετά κόσμια και η ερμηνεία του Andrers πολύ καλή, η έλλειψη σεναρίου σκοτώνει κάθε ελπίδα για απόλαυση στην ταινία. Εξαιρετικά αργή, χωρίς ίχνος σασπένς – εκτός από τα τελευταία 7-10 λεπτά που καταλήγουν περισσότερο σε ξενέρωμα παρά σε απόλαυση.
Δε μαθαίνουμε ΤΙΠΟΤΑ για τον ήρωα – εκτός από το κλου του ότι παίζει μουσική, άρα μάλλον είναι μουσικός – δε μαθαίνουμε επίσης ΤΙΠΟΤΑ για το πώς μέσα σε μια νύχτα το Παρίσι κατελήφθει από ζόμπια ή το τι κάνει το υπόλοιπο Παρίσι γι’ αυτό, καθώς ο ήρωας δεν ασχολείται καθόλου με το να ανακαλύψει τι στο καλό συνέβη και εν πάση περιπτώσει ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ. Εκτός από bits & pieces που συμπεραίνουμε για τον ήρωα, ο πρωταγωνιστής παραμένει ένας άγνωστος και δε δενόμαστε ιδιαίτερα μαζί του – εκτος του ότι εκνευρίζει ΑΦΟΡΗΤΑ με τις κατά συρροή λάνθασμένες αποφάσεις του. Σκεπτόμενη περισσότερο την ταινία, μπορώ να πω με σιγουριά ότι θα μπορούσε άνετα να αποτελεί pilot για μία νέα zombie series και εκεί θα σου έλεγα με σιγουριά: ΝΑΙ! Θα δω και το επόμενο επεισόδιο· στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως ένα ΟΧΙ αναβοσβήνει σε neon sign.
Το δεύτερο κομμάτι που λείπει είναι το προφανές στοιχείο κάθε ζομποταινίας που σέβεται τον εαυτό της: ZOMBIE ENCOUNTER! – στα ελληνικά: ζομποεπαφή – ζομπόμάχες και γενικά ΖΟΜΠΙΑ! Μετά λύπης μου μετά τα πρώτα 45′ της ταινίας χάνοντας κάθε ελπίδα συνειδητοποίησα ότι δεν επρόκειτο να χαρώ τα αγαπημένα ζόμπια, όχι αυτήν την φορά. Και όντως στη 1ω και 33λ, οι ζομπόσκηνές ήταν περίπου τρεις των 5 λεπτών μάξιμουμ η κάθε μία, ενώ η πλειοψηφία των ζομπιών βρίσκοταν είτε στην είσοδο του κτιρίου μετά τα drum-solo του Sam ή σκόρπια στους δρόμους του Παρισιού αναζητώντας BRAINS!
Υπάρχουν και κάποια (λιγοστά) πραγματάκια που ξεχωρίζουν, όπως το πολύ καλό σκηνικό apocalypse του τετραγώνου (γιατί δεν πάει παραπέρα ούτε για πλάκα ο ήρωας ή η κάμερα), όπως και τα ζόμπια τα οποία είναι πολύ ωραία στημένα, περισσότερο crazy dead bastards με το creepy χαρακτηριστικό – και μάλλον το ΜΟΝΟ creepy χαρακτηριστικό της ταινίας – ότι είναι SUPER ΑΘΟΡΥΒΑ! Πρόκειται για ζόμπια τύπου Silent Hill και όχι TWD.
Ένα ακόμη plus της ταινίας είναι τα (λίγα μεν ικανοποιητικά δε) drone plans αυτού του post apocalyptic Παριζιάνικου κόσμου – που πάλι περιορίζονται στο συγκεκριμένο κτίριο στο συγκεκριμένο τετράγωνο.
Δύο ακόμη σκηνές που αξίζουν είναι η αντιμετώπιση του Sam προς το νεκρό ηλικιωμένο ζευγάρι που συναντά και ο σεβασμός προς αυτούς. Ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και η ανάγκη για ανθρωπιά σε έναν κόσμο που έχει χάσει σχεδόν κάθετι ανθρώπινο είναι μία όμορφη νότα, όπως επίσης και η αυτοσχέδια ορχήστρα που δημιουργεί ο ήρωας για να ομορφύνει τη ζωή του μέσα στο σπίτι. Και κάπου εδώ νομίζω ότι σταματούν τα ωραία.
Ωστόσο, αν δούμε το La nuit a dévoré le monde a.k.a. The Night Eats the World από μία εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, πρόκειται για ένα μάλλον επιτυχημένο έργο που αφιερώνεται στην έννοια της μοναξιάς και της επικοινωνίας, της συμβίωσης και της επιθυμίας για συντροφικότητα που πολλές φορές ξεπερνά ακόμα και την ανάγκη για επιβίωση – κάτι που βλέπουμε μέσα από τις λανθασμένες επιλογές του Sam.
Κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι λίγο αργότερα γυρίστηκε η ταινία μικρού μήκους Passenger που εστιάζει σε μία διαφορετική version του The Night Eats the World του Dominique Rocher. Πρόκειται για ένα 360° virtual reality ταινιάκι 5 λεπτών που ακολουθεί 4 φίλους που φεύγουν με ταξί από ένα πάρτυ στο Παρίσι και βρίσκονται αντιμέτωποι με την αρχή του κακού· είναι γυρισμένο σε α’ πρόσωπο μέσα από τα μάτια ενός εκ των επιβατών του ταξί περιγράφοντας εν συντομία τη Νύχτα που Τρώει τον Κόσμο.
Γιατί να τη δεις;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να τη δεις· ίσως για να μάθεις τι ΔΕΝ πρέπει να κάνεις σε περίπτωση apocalypse και σίγουρα να συμφωνήσεις μαζί μου.
[…] δήλωση, αλλά κυρίως λόγω προσδοκιών – το The Night Eats the World ήλπιζα ότι το Cargo θα αποτέλεσει την αποζημείωση που […]