Τα κρύσταλλα και οι δαντέλες, το βαθύ χρώμα του ξύλου και η μυρωδιά του, τα βυσσινιά χαλιά με τις μπεζ λεπτομέρειες και δυο μπουκάλια του λικέρ με τα κρυστάλλινα ποτήρια τους προσεκτικά στολισμένα σε ένα γωνιακό τραπεζάκι…
Ποιος θα πιει μαζί σου…
Ποιος θα τσουγκρίσει…
Ποιος θα ευχηθεί…
8 του Μάρτη, η ημέρα της Γυναίκας και η Αρετή γιορτάζει τα γενέθλιά της, γιορτάζει τη μοναξιά της, τη ζωή της, τα μετανιώνω και τα κατακρεουργημένα θέλω της.
Ένα γραμμόφωνο, λες, κρύβεται σε μια γωνιά και παίζει ξεχασμένα τραγούδια του αττίκ, τραγούδια της παλιάς Αθήνας. Ανοίγει η αυλαία και φαντάζεσαι ότι μπαίνεις σε ένα νεοκλασικό στην Κυψέλη τη δεκαετία του ’70, που έχει χάσει την παλιά του δόξα, μα όλα στο εσωτερικό του θυμίζουν τις ένδοξες στιγμές που πέρασε.
Το καλοσιδερωμένο φουστάνι, τα φτιαγμένα με σύνεση μαλλιά της σε κότσο κι εκείνο το ελαφρύ κοκκινάδι στα χείλη και τα μάγουλα, μια φιγούρα που πότε στέκεται παγωμένη νοσταλγώντας πότε ορμάει από τη μια μεριά της σκηνής στην άλλη σπαράζοντας, προσπαθώντας να συγχωρήσει τους γύρω της, τον εαυτό της, ουρλιάζοντας «μην αφήσεις το χθες να ξοδέψει πάρα πολύ από το σήμερα».
Δεξιά, μα αρκετά κεντρικά, στέκει το όνειρο που έγινε εφιάλτης, το θεριό, το τέρας αγέρωχο, που σε τρώει λίγο-λίγο, μέρα με τη μέρα, κι εσύ το αφήνεις, γιατί συνήθισες στον φόβο σου πια. Το μπαούλο με τα προικιά. Να τα διπλώσεις, να τα ισιώσεις, να τα αερίσεις, να τα “ξανασιάξεις”, να τα ποτίσεις όνειρα κι ελπίδες για να φυτρώσουν αναμνήσεις…
Τα υφάσματα να γεννήσουν αναμνήσεις γίνεται;
Η Νανά, ο Αντώνης, ο Χρυσάφης, η μάνα κι ο πατέρας, η “αδελφούλα” που έφυγε νωρίς, ο Αρίστος, ο κύριος τέλειος, ο σοβαρός, ο Γούλης – τι Γούλης δηλαδή, Ανάργυρος… Κάθε συνάντηση, κάθε γνωριμία και μία ελπίδα γεννούσε όνειρα απατηλά, που τους δόθηκε αξία μεγάλη και καταπάτησαν κάθε ανάγκη για αυτοδημιουργία, για εξέλιξη και αυτοεκτίμηση. Μα πάνω απ’ όλα ο Σόλων, αντιπροσωπεύοντας το ιδανικό, το όνειρο, το νεφέλωμα που δεν θα κατέβει ποτέ επί γης, μα πάντα θα μένει σαν κρυφός καημός στα στήθη. Και οι συνειδητοποιήσεις να ακολουθούν η μία την άλλη. Πάντα ο “Άλλος” ερχόταν πρώτος, τι θα πει ο κόσμος, πώς θα ευχαριστηθεί η μητέρα, πώς ο πατέρας θα βγει με περηφάνια στο καφενείο, ποιος θα τον φροντίσει αν όχι η κόρη του.
Κάπως έτσι φτάνεις στα 40 με κρίσεις πανικού και τάσεις υστερίας, και μετά πατάς τα 58, μόνη, ενοχική, και τα βράδια κρυφά χαϊδολογάς την απαλή οργάντζα που σαν να λάμπει ακόμη… Την ακουμπάς στο μάγουλό σου τρυφερά και ξεγελιέσαι πως το άγγιγμά της είναι άγγιγμα συντροφικό και αψεγάδιαστο, σαν αυτό που δεν ήρθε ποτέ, όσο κι αν το ονειρευόσουν. Μια εποχή που έφυγε.
Τι έμεινε όμως; Έμειναν όλα τα κρυμμένα θέλω και οι μετάνοιες του παρελθόντος να χαράζουν τον ψυχισμό μιας γυναίκας που το μόνο που έκανε ήταν να ελπίζει και να υπακούει υποτακτικά θυσιάζοντας τα πάντα για τις ελπίδες αυτές.
Πόσα παραπάνω, όμως, φέρνει στο φως η παράσταση “Η Προίκα” της Μπέτυς Μαγρίζου σε σκηνοθεσία, Φώτη Μακρή, πέρα από τον σπαρακτικό και άλλοτε τρυφερό μονόλογο μιας μετανιωμένης γυναίκας που παλεύει να ξανακερδίσει τη ζωή που έχασε μέσα από τα χέρια της.
Η ερμηνεία της Στέλλας Παπαδημητρίου εξύψωσε το κείμενο, που θα μπορούσε να έχει χάσει κάτι από την πραγματική του αξία. Μία ερμηνεία που σε κάνει να λες “Ευχαριστώ” με την υπόκλιση της ηθοποιού στο τέλος της παράστασης. Όπως και η ίδια η ηθοποιός ανέφερε σε συνομιλία μας, πρόκειται για μία παράσταση που πραγματικά αφορά κάθε γυναίκα.
Η θέση της γυναίκας, η κοινωνία, η οικογένεια, ο ρατσισμός, οι σχέσεις, η μητρότητα, τα στερεότυπα, η προσωπική ελευθερία, η ίδια η ζωή και η στάση μας απέναντί της. Μέσα από την προφανή ανάγκη για συνύπαρξη αποκαλύπτεται το “νόημα” μάλλον της παρουσίας μας στη γη και είναι αυτό ακριβώς, η συντροφιά. Το να δώσεις και να πάρεις, να αγγίξεις τον άλλον, να μεταδώσεις αγάπη, φροντίδα και τρυφερότητα. Ενώ, τα αντικείμενα μένουν γυαλιστερά και απαράλλαχτα με το πέρασμα του χρόνου, οι καρδιές σκουριάζουν, τα μυαλά κουράζονται, νοσταλγούν και ωριμάζουν πια, και μετανιώνουν τα “όχι” του χθες που θα ‘ταν κραυγαλέα “ναι” σήμερα.
Η πορεία μιας γυναίκας, η ελευθερία και η ελευθεριότητα που της παραχωρείται από την κοινωνία και από την οικογένειά της. Πώς “παραχωρείται” κάτι που σου ανήκει εξ ορισμού; Η Αρετή δεν αναζητά τον “άντρα” που θα την κάνει “Κυρία”, η Αρετή αναζητά τον συνοδοιπόρο, τον συνεργάτη, τον σύμμαχο.
Μελαγχολείς, θυμώνεις, αναρωτιέσαι, συνδράμεις στις σκέψεις της ηρωίδας, γελάς με τις περιγραφές της, μα πάνω απ’ όλα προβληματίζεσαι τις πταίει. Η αφήγηση μιας έντονης ζωής γεμάτης αλήθειες, χαρές, λύπες, έρωτες και εραστές, χιούμορ, ελπίδες, νοσταλγία, μοναξιά και εποχές που περνούν και δεν ξανά γυρνούν.
Το τελευταίο τηλεφώνημα που θα λάβει η Αρετή θα σε αφήσει να περιμένεις… και να περιμένεις… και να περιμένεις… Μέχρι να ανάψουν τα φώτα, να σκουπίσεις ελαφρά τα μάτια σου, και να συγχαρείς τη Στέλλα Παπαδημητρίου χωρίς να σε νοιάζει πια να μάθεις το κάτι παραπάνω, να αναλύσεις τίποτα ή να σκεφτείς άλλο. Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να λειτουργήσει καθαρτήρια να ήταν η ζεστασιά μιας αγκαλιάς.
Η παράσταση «Η Προίκα», με τη Στέλλα Παπαδημητρίου σε κείμενο Μπέτυς Μαγρίζου, παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 19:00 στο θέατρο Αλκμήνη. Μια παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσεις. Ίσως εσύ προλάβεις να νικήσεις το χρόνο.
Ταυτότητα της παράστασης
Συντελεστές
Kείμενο: Μπέτυ Μαγρίζου
Σκηνοθεσία : Φώτης Μακρής
Σκηνικά – Κοστούμια : Κούλα Γαλιώνη
Φωτισμοί : Φώτης Μακρής
Στο ρόλο της Αρετής η Στέλλα Παπαδημητρίου.