Ξεκίνησα για το Μεταξουργείο. Η διαδρομή είναι πολύ μικρή από το σπίτι. Το θέατρο Σταθμός βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το σημείο όπου με αφήνει το λεωφορείο. Έφτασα αρκετά νωρίς. Παρατηρώ ότι, παρά τη γενική συνέπειά μου, τον τελευταίο καιρό δεν υπολογίζω σωστά τον χρόνο. Άλλες φορές καθυστερώ κι άλλες φτάνω στον προορισμό μου πολύ νωρίτερα. Σκέφτομαι πως αυτό έχει σε έναν βαθμό να κάνει με το ότι τους τελευταίους μήνες πραγματεύομαι το παρελθόν. Θέλω να πω, δε βρίσκομαι ακριβώς στο σήμερα, τον περισσότερο καιρό ταξιδεύω στο πριν (το δικό μου και των άλλων). Η ανάγκη μου να κάνω αυτό το ταξίδι στις ρίζες της μητέρας μου με δυσκολεύει πολλές φορές να συντονιστώ με το τώρα μου, πράγμα εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί αυτός είναι και ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω το συγκεκριμένο βιβλίο: να με δω μέσα από τις γυναίκες πριν από εμένα.
Φτάνοντας, παρατηρώ πως ελάχιστος κόσμος βρίσκεται ήδη εκεί. Έχει πιάσει ψύχρα και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος αποφασίζω να κάνω μια βόλτα στη γύρω περιοχή για να περάσει λίγο η ώρα. Με γοητεύει το όνομα του δρόμου: Βίκτωρος Ουγκώ. Θυμάμαι πως στο τέλος αυτού του δρόμου, ένα μεσημέρι που βρισκόμουν στην περιοχή, ανακάλυψα ένα υπέροχο σπίτι με τεράστια αυλή και κλειδαμπαρωμένες αυλόπορτες. Ο κισσός είχε κατακλείσει τις σιδερένιες πόρτες και τους τοίχους που το χώριζαν με τον έξω κόσμο. Φτάνω ξανά μπροστά σε αυτό το σπίτι. Ελάχιστα φωτισμένο τώρα. Παρατηρώ στην άκρη του δρόμου το περδικάκι. Είναι πολύ κοινό στην πόλη το περδικάκι. Είναι αλλεργιογόνο φυτό και ανήκει στην οικογένεια της τσουκνίδας. Αναρωτιέμαι αν έχει τις ίδιες θρεπτικές και μαγικές ιδιότητες με την τσουκνίδα, αν ήταν εξίσου χρήσιμο στις γριές της Θεσσαλίας…
“Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας” Όταν έφτασε στο email μου το δελτίο τύπου της παράστασης, πρόσεξα τη λέξη “γριές” και την εικόνα των τριών μαυροντυμένων φιγούρων με τις μακριές γκρίζες και λευκές κοτσίδες και τις γερασμένες μάσκες με τα γουρλωμένα μάτια. Σκέφτηκα ότι αυτή η παράσταση είχε έρθει κοντά μου ακριβώς την κατάλληλη περίοδο. Ήξερα πως το ταξίδι στις ρίζες, η επίσκεψή μου στον Μύτικα, οι μέρες που πέρασα στα σπίτια των ντόπιων γιαγιάδων, οι συνταγές, οι επισκέψεις στο νεκροταφείο και στην εκκλησία, οι κουβέντες μαζί τους ήταν πολύ κοντά σε αυτό που θα παρουσιαζόταν στο θέατρο Σταθμός.
Η παράσταση έρχεται από το Θεσσαλικό Θέατρο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικά δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για μένα, μία εκπληκτική παρουσίαση της λαογραφίας του τόπου, της παράδοσης και της γυναικείας παρουσίας. Η γυναίκα εμφανίζεται ως πρωτεργάτρια αυτής της συνθήκης και -αντιθετικά- σε ρόλο κομπάρσας στην πατριαρχική κοινωνία. Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας φέρνει μπροστά μας τη δική του προσέγγιση των γυναικών μυστών της Θεσσαλίας. Μαγειρική, μαγεία και η γυναίκα, μάγισσα που κρατάει τα ηνία.
Τρεις μαύρες φιγούρες, καμπουριασμένες, σέρνονται σχεδόν σαν κουφάρια επί σκηνής. Έρχονται στον νου οι τρεις μοίρες, Άτροπος, Λάχεσις και Κλωθώ, που από τα λεπτά τους δάχτυλα λεπτές κλωστές περνούν οι διαδρομές μας… Η παράσταση έχει ήδη ξεκινήσει πριν χτυπήσει το τρίτο κουδούνι. Καθώς προχωρώ προς τη θέση μου, παρατηρώ καλύτερα τη σκηνή: είναι σχεδόν άδεια. Μονάχα τρία ασημένια ταψιά το ένα πάνω στ’ άλλο, τρία ζευγάρια παλιά μαύρα παπούτσια και οι φιγούρες που τριγυρίζουν. Κάθομαι αρκετά ψηλά, δίπλα μου είναι μια κοπέλα, μάλλον στην ηλικία μου. Στο κοινό βρίσκω αρκετές γυναίκες, λιγότερους άντρες και αρκετούς νέους. Κλείνω τα μάτια για λίγο, μέχρι να ακούσω το κουδούνι να χτυπάει τρεις φορές…
Όσο γράφω αυτό το κείμενο, φλερτάρω με την ιδέα να ξαναπαρακολουθήσω την παράσταση όσο προλαβαίνω, μέσα στον Νοέμβριο. Προσπαθώ να θυμηθώ κάποιες από τις φράσεις που με συντάραξαν, αλλά ήταν πολλές και όχι μεμονωμένες, ήταν αράδες ολόκληρες, ήταν στίχοι, ήταν ξόρκια θεσσαλικά, που θα ‘θελα να έχω στο αρχείο μου. Φέρνω στο μυαλό μου τους τρεις ηθοποιούς (Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος, Γιάννης Σανιδάς) που υποδύονται τις γριές, στις οποίες έχω δώσει ήδη τα ονόματα των γιαγιάδων της παιδικής μου ηλικίας: είναι η Ντίνα, η θεια-Λένη και η Γιωργού από τη Γλούνιστα. (Είναι εκπληκτικό το παιχνίδι της μνήμης. Αν θέλεις να θυμηθείς, καθετί σε κάνει να θυμάσαι.) Οι μαύρες χαροντικές φιγούρες αρχίζουν σιγά-σιγά και ξεδιπλώνονται. Καταλήγουν να πάρουν η καθεμιά το ταψί της και τα παπούτσια της. Είναι παπούτσια χιλιοπατημένα, ανοιχτά, πλατιά μπροστά στο πέλμα, δερμάτινα, παπούτσια που αντέχουν. Η γιαγιά Ντίνα είχε, θυμάμαι, αυτά τα “παλιοπάπουτσα του κήπου”, έτσι τα έλεγε, στο σημείο που τελείωνε το τσιμέντο της αυλής και ξεκίναγε το χώμα. Ήταν μαύρα, αλλά από τις λάσπες συχνά άλλαζαν εντελώς χρώμα. Πολλές φορές περπατούσε ξυπόλητη στο χωράφι με αποτέλεσμα τα πόδια της να είναι σκληρά και στις ρυτίδες του δέρματός της να αποτυπώνεται το καφέ χρώμα της Γης.
Οι μακριές γκριζωπές κοτσίδες τώρα σκεπάζονται με μαύρες μαντήλες, χαρακτηριστικό των χωριατών γυναικών που συνήθως έχαναν τους άντρες τους κι έμεναν πίσω, μαυροντυμένες. Θρηνούσαν τον χαμό, αλλά, σκέφτομαι, αυτό το μαύρο ίσως κάποια στιγμή ν’ άρχιζε να υποδηλώνει και την απελευθέρωση. Οι γυναίκες αυτές παρέμειναν στο περιθώριο και τώρα διεκδικούσαν, μέσω μίας άλλης ζωής, λόγο στα γεγονότα. Ήταν γυναίκες δυνατές, γυναίκες σκληρές, που αντέχουν σαν τα παλιοπάπουτσα του κήπου. Άλλες γεννούσαν στα χωράφια δουλεύοντας μέχρι να ακουστεί το κλάμα του μωρού ανάμεσα σε αγριόχορτα και καπνά. Είχαν υποχρεώσεις πολλές κι ευθύνες, μα δικαιώματα μετρημένα. Κρατούσαν για σκήπτρα εξουσίας μια ξύλινη κουτάλα και μια ψάθινη σκούπα. Τα υλικά για τα μαγικά τους ήταν βοτάνια και χορτάρια από τον κάμπο και τα βουνά και μαγειρικές ουσίες. Από τη σκηνή αναδύονται αρώματα, χρώματα υγρών σε κλειστά μπουκάλια, τα καζάνια που βράζουν αχνίζουν, οι φωνές των γυναικών της Θεσσαλίας γεμίζουν την αίθουσα, τα λόγια τους γεννούν ένα μυστηριακό τοπίο και οι θεατές ακροβατούν μεταξύ φαντασιακού και πραγματικότητας, λογικής και δεισιδαιμονίας. Οι γυναίκες αυτές πιστεύουν ότι μπορούν να επέμβουν στο μοιραίο, να αλλάξουν την τροχιά του πεπρωμένου, να κατεβάσουν το φεγγάρι… Κι ίσως τελικά να τα καταφέρνουν.
Με συγκινούν οι φωνές, αληθινές μαρτυρίες, που παρεμβάλλονται στο έργο. Οι τρεις γυναικείες φιγούρες μετακινούνται και αλλάζουν κινησιολογία επί σκηνής. Τα σώματά τους ελίσσονται και προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες. Το σώμα αλλάζει ηλικία και ιδιότητα: γίνεται η μάνα, η κόρη, άλλοτε η γιαγιά ή μια άτεκνη γυναίκα. Οι μάσκες τούς δίνουν τη δυνατότητα, την ευελιξία, να φέρνουν στο σανίδι πολλές διαφορετικές γυναίκες, τις γυναίκες πριν από αυτές και εκείνες που θα ακολουθήσουν. Είμαι ακόμη εντυπωσιασμένη από τα κοστούμια (Κωνσταντίνα Μαρδίκη) και τη λεπτομερή απεικόνιση των χρόνων και των κακουχιών πάνω στις μάσκες (Μάρθα Φωκά) που φορούν οι ηθοποιοί. Είναι λες και στο βλέμμα τους, στις ρυτίδες τους είναι χαραγμένα όλα τα συναισθήματα, όλες οι αισθήσεις, η μαυρισμένη τους ζωή που αποσβολωμένες την κοιτούν να περνάει… και να περνάει… και ας περνάει…
Την ατμόσφαιρα ντύνουν ήχοι και μελωδίες (Αλέξανδρος Κτιστάκης) που λες και γεννώνται από τα βαθιά πηγάδια του θεσσαλικού κάμπου κι αναβλύζουν σαν νεράκι. Η μουσική της παράστασης έχει ήχους παραδοσιακούς και απόκοσμους μαζί. Πολλές φορές ξεγελιέμαι, νομίζω ότι οι γριές θα αρχίσουν να αιωρούνται, σαν κόρες του φεγγαριού, σαν απόγονοι της Μήδειας θα διεκδικήσουν μια ζωή ολοδική τους, μακριά από εδώ.
Μεταξύ των γυναικών δεν υπάρχει ντροπή. Τα σώματά τους κινούνται πιο ελεύθερα, όταν βρίσκονται ανάμεσα σε συμμάχους. Έχουν σχηματίσει μια κρυφή συμμαχία.
Μέσα από τις συνταγές ενώνονται.
Μέσα από τα μάγια ενώνονται.
Μέσα από τις ιστορίες ενώνονται.
Μέσα από τους πόνους ενώνονται.
Μέσα από το τραγούδι ενώνονται.
Αυτήν την ένωση πετυχαίνουν οι ηθοποιοί, όταν ενώνουν τις φωνές τους, όταν συμπληρώνουν η μία φωνή την άλλη στα παραδοσιακά τραγούδια που λαλούν επί σκηνής. Απόλυτα συντονισμένοι, μα και ανεξάρτητοι, καταφέρνουν να εξερευνήσουν με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο -και τόσο καθολικό συνάμα!- το γυναικείο κορμί, όπως εκείνοι το βίωσαν στα χρόνια της ζωής τους, μεγαλώνοντας πλάι σε μητέρες και γιαγιάδες της υπαίθρου. Αρχικά, ομολογώ, ήμουν διστακτική με την επιλογή ενός ανδρικού θιάσου σε ένα τόσο γυναικοκεντρικό έργο. Όμως το αποτέλεσμα ήταν βαθιά συγκινητικό και οι Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος και Γιάννης Σανιδάς κατάφεραν με το ταλέντο και τις θυμήσεις τους να δώσουν εκπληκτικό χαρακτήρα στο έργο. Δε θα επέλεγα να πω ερμήνευσαν, αλλά μάλλον καλύτερα βίωσαν το έργο του Κωσταντίνου Ντέλλα και αξιοποίησαν κάθε πλευρά που συνδέει τη γυναίκα με την ιστορία και την παράδοση. Ένα έργο που έχει σίγουρα πολλά ακόμα να δώσει, να μεγαλώσει και να καταδυθεί βαθύτερα στις ιστορίες και τις μνήμες τους τόπου.
Το έργο τελείωσε. Οι ηθοποιοί υποκλίνονται και το θέατρο (που είναι ασφυκτικά γεμάτο) δε σταματά να χειροκροτά. Εγώ συμμετέχω με διαλείμματα για να σκουπίσω τα δάκρυά μου. Η κοπέλα που καθόταν δίπλα μου έχει σηκωθεί και βάζει το μπουφάν της. Σκύβει και μου σφίγγει απαλά τον πήχη: “Καλό σου βράδυ” μου λέει και χαμογελάει ζεστά. Δεν είχαμε μιλήσει, δεν είχαμε καν κοιταχτεί κατά τη διάρκεια της παράστασης. Της χαμογέλασα και ανταπέδωσα την ευχή. Μένω λίγο ακόμη στη θέση μου μέχρι να αδειάσει η αίθουσα. Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ: πώς θα έπαιζαν έναν τέτοιο έργο οι κόρες, οι εγγόνες; Πολύ θα ήθελα να μάθω.
Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα
μυστικές ιστορίες των γυναικών της Θεσσαλίας
στο Θέατρο Σταθμός
Έρευνα, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία: Κωσταντίνος Ντέλλας
Ερμηνεύουν: Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος, Γιάννης Σανιδάς
Ηχητικό περιβάλλον, πρωτότυπη μουσικη: Αλέξανδρος Κτιστάκης
Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα
Κατασκευή μάσκας: Μάρθα Φωκά
Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαντώ Κατσούγκρη
Φωτογραφίες promo: Παναγιώτης Λαμπής
Σχεδιασμός αφίσας, flyer: Μουτζούρα
trailer: Δημήτρης Βάλλας, Life of Film Production
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο, Θεσσαλικό Θέατρο, Experimenta Art Company ΑΜΚΕ
Ημέρες & ώρες παραστάσεων
Από 4 Οκτωβρίου έως 16 Νοεμβρίου, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15
Εισιτήρια από 10ε: https://www.more.com/theater/oi-gries-pou-mazeuoun-tin-tsouknida-1/
[…] τις σκέψεις μου τις έγραψα αμέσως μετά την παράσταση, εδώ. Διαβάζοντας τις απαντήσεις των Μανούσου […]