Λέξεις ελπίδας, αγάπης, ελευθερίας.
Πάντα λέω πως κάθε βιβλίο σε βρίσκει για κάποιον λόγο. Η στιγμή που πιάνεις το επόμενο ανάγνωσμα στα χέρια σου, το ξεφυλλίζεις γοργά – ίσα να αναδυθεί αυτή η γνώριμη μυρωδιά, άλλοτε του φρεσκοτυπωμένου, άλλοτε του παλιού μεταχειρισμένου – ήταν ανέκαθεν για μένα μια μορφή ιεροτελεστίας.
Περπατώντας στο Μοναστηράκι, πριν περίπου μια βδομάδα, κοντοστάθηκα στο αγαπημένο μου παλαιοβιβλιοπωλείο – εκεί στα σύνορα με το Θησείο. Ένας τεράστιος πάγκος με δεκάδες απλωμένα βιβλία, το ένα πάνω στο άλλο, κάποια στραπατσαρισμένα και τσαλακωμένα, άλλα σικάτα, στημένα με χοντρά εξώφυλλα, περίμεναν σαν ορφανά τα χέρια που θα τα ξεσκονίσουν και θα τα τοποθετήσουν σε μία γεμάτη βιβλιοθήκη. Εκείνη τη στιγμή, και καθώς – δεν ντρέπομαι να το πω – προσπαθούσα με μανία να τακτοποιήσω κάπως αυτό το χάος, άγγιξε το χέρι μου μία παλιά – 20ετίας – έκδοση του διάσημου πια Ημερολογίου της Άννας Φρανκ. Θυμήθηκα πως κάποτε είχα διαβάσει αποσπάσματα – μάλλον στο σχολείο – και ενώ το έπιασα στα χέρια μου κατάλαβα αμέσως ότι είμαι πια αρκετά ώριμη για να του χαρίσω την πιο ιερή θέση στη νέα μου επιτοίχια βιβλιοθήκη.
Τούτο το φαινομενικά ασυνεχές ημερολόγιο ενός παιδιού, αυτή η de profundis αποκάλυψη με τη φωνή ενός παιδιού, ενσωματώνει τη φρίκη του φασισμού περισσότερο από οποιοδήποτε στοιχείο της Νυρεμβέργης.
Jan Romein
Η Άννα Φρανκ γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας σε Εβραϊκή οικογένεια στις 12 Ιουνίου του 1929. Οι γονείς της, Όττο Φρανκ και Ίντιθ Χόλαντερ ήταν ήδη παντρεμένοι κάποια χρόνια πριν, ενώ είχαν αποκτήσει ένα ακόμη κοριτσάκι, τη Μαργκώ Φρανκ, 3 χρόνια πριν τη γέννηση της Άννας.
Ενώ ο Χίτλερ είχε ήδη κυριαρχήσει στη Γερμανία, τα πράγματα χειροτέρευαν μέρα με τη μέρα. Ο φασισμός εξαπλωνόταν κυριεύοντας πόλεις, χωριά, κράτη. Η οικονομική κρίση, μετά τον α’ παγκόσμιο πόλεμο κρατούσε ακόμη καλά, ενώ ο Χίτλερ διακήρυσσε πλέον δημόσια τις απάνθρωπες ιδεολογίες του για την Άρια φυλή και τα σχέδια του για τη ναζιστική Γερμανία. Ο αντισημιτισμός των Ναζί απλώνεται παντού σαν χολέρα. Το 1933 οι Φρανκ – όπως και πολλές άλλες Εβραϊκές οικογένειες – αναγκάζονται να διαφύγουν στη γειτονική φιλόξενη Ολλανδία. Το Άμστερνταμ γίνεται πια η νέα πατρίδα της οικογένειας Φρανκ. Ο Όττο στήνει την επιχείρησή του προμηθεύοντας χημικά προϊόντα εκεί, η Άννα (μόλις 4 χρονών όταν έφτασαν στην Ολλανδία) και η Μαργκώ (7 ετών) πηγαίνουν σχολείο. Ξεκινά έτσι μία νέα καθημερινότητα, μία καλή ζωή για τους Φρανκ. Τα νέα τρέχουν γρήγορα· κομμουνιστές και Εβραίοι συλλαμβάνονται αμέσως μετά την εκλογή του Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας.
Τον Μάιο του ’40 οι Γερμανοί εισβάλλουν σε Ολλανδία, Γαλλία και Βέλγιο. Ένας Γολγοθάς ξεκινά για όλους τους Εβραίους, οι οποίοι καταγράφονται σε γερμανικούς καταλόγους με σκοπό να συλληφθούν και να απομονωθούν από την “κοινωνία”. Ο πατέρας της Άννας, όπως και τόσες χιλιάδες άνθρωποι, χάνει τα δικαιώματα του ως επιχειρηματίας και στη θέση του ορίζει τον Τζο Κλάιμαν (η Άννα αναφέρεται στον Τζο Κλάιμαν ως κο Κοοφουΐς). Στα γραφεία της εταιρείας, στο Πρίσενγκρατς, ο Όττο Φρανκ έχει φτιάξει ένα καταφύγιο-κρησφύγετο για την οικογένειά του. Μέσα στο ’42 γρήγορα έρχεται η ώρα για τη φυγή, όταν η μεγάλη κόρη της οικογένειας, Μαργκώ, λαμβάνει εντολή για καταναγκαστική εργασία στα στρατόπεδα. Η οικογένεια Φρανκ, μαζί τους η οικογένεια Βαν Πελς (στο ημερολόγιό της η Άννα τους αποκαλεί Βαν Ντααν) και ένας επιφανής οδοντίατρος, ο Άλμπερτ Ντύσσελ, όλοι καταφεύγουν στη σοφίτα, με τους υπαλλήλους του Όττο Φρανκ να τους προστατεύουν, να τους βοηθούν με κάθε δύναμη προμηθεύοντάς τους με τρόφιμα και δώρα πότε-πότε σε συγκεκριμένες περιστάσεις· ο Βίκτωρ Κρούγκελ (τον οποίον η Άννα αναφέρει ως κο Κράλερ), η Μιπ Χις, και η Ελίζαμπεθ Βοσκάου (η αγαπημένη της Άννας, Έλλη). Τα επόμενα 2 χρόνια οι Φρανκ δεν καταφέρνουν να δουν το φως το ήλιου κατάματα ή να απολαύσουν έναν ξάστερο ουρανό.
Οι δυσκολίες στη σοφίτα δε σταματούν. Η πείνα, η έλλειψη καθαριότητας, μα πάνω απ’ όλα το άγχος, ο πανικός, ο τρόμος για τη σύλληψη και η ανάγκη για επιβίωση γερνούν τους κατοίκους της σοφίτας μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα. Η Άννα παραμένει δυνατή και μάχιμη, χαμογελαστή και ελπιδοφόρα, ενώ όλοι ελπίζουν στην απόβαση των Άγγλων που θα σημάνει την απελευθέρωση.
Στις 4 Αυγούστου 1944, ο χρόνος σταματά για τις δύο οικογένειες, καθώς Ολλανδοί Ναζί οδηγούν τη Γερμανική Στρατιωτική Αστυνομία στο κρησφύγετο των Φρανκ. Οι κάτοικοι της σοφίτας, καθώς και οι δύο επικεφαλής της προστασίας τους, Κράλερ και Κοουφουΐς, συλλαμβάνονται. Οι δύο οικογένειες και ο οδοντίατρος οδηγούνται αιχμάλωτοι στο κεντρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ολλανδίας, το Βέστερμπορκ, απ’ όπου αργότερα με κλούβες μεταφέρονται στην Πολωνία. Οι προστάτες μεταφέρθηκαν επίσης στο Βέστερμπορκ· ο Κράλερ δραπέτευσε το ’45 και διέφυγε στον Καναδά δέκα χρόνια αργότερα, όπου και πέθανε – στο Τορόντο – το 1981, ενώ ο Κοοφουΐς αφέθηκε ελεύθερος λόγω της κακής υγείας του και πέθανε στο Άμστερνταμ το 1959.
Όταν η Γκεστάπο εισέβαλε στη σοφίτα με τα όπλα… αυτό ήταν το τέλος των πάντων.
Όττο Φρανκ
Η μοίρα των δύο οικογενειών ήταν τραγική, όπως τόσων και τόσων Εβραϊκών οικογενειών που έπεσαν στα χέρια των Ναζί τον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Από τους 7 ανθρώπους, μόνο ένας επιζών, ο πατέρας της Άννας, Όττο Φρανκ, ο οποίος βαριά άρρωστος καταλήγει σε νοσοκομείο του στρατοπέδου συγκέντρωσης τον Νοέμβριο του ’44, όπου έμεινε μέχρι τις 27 Ιανουαρίου του 1945, οπότε το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τον Σοβιετικό στρατό. Ο πατέρας της Άννας, μαζί με λίγους επιζώντες, μεταφέρθηκε στη Δυτική Ευρώπη, ενώ 11.000 φυλακισμένοι που έμειναν πίσω ελευθερώθηκαν τελικά από τους ίδιους τους Γερμανούς, καθώς εισέβαλλαν οι Ρώσικες δυνάμεις στο στρατόπεδο. Ο αγαπημένος φίλος της Άννας, Πέτερ Βαν Ντααν, αν και σύμφωνα με το βιβλίο ήταν ένας από αυτούς, αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του Μουσείου Άννα Φρανκ ότι πέθανε από πείνα και εξάντληση στο στρατόπεδο Μάουτχάουζεν στην Αυστρία στις 10 Μαΐου 1945. Ο κος Βαν Ντααν βρίσκει φρικτό θάνατο στον θάλαμο αερίων τον Νοέμβριο του ’44, ενώ η κα Βαν Ντααν αποβιώνει επίσης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κάπου στη Γερμανία ή την Τσεχοσλοβακία μεταξύ 9 Απριλίου και 8 Μαΐου του 1945. Την ίδια κατάληξη είχε και ο Ντύσσελ, ο οποίος βρήκε φρικτό θάνατο στις 20 Δεκεμβρίου του ’44 στο στρατόπεδο του Νόινγκάμε.
Η Ίντιθ Φρανκ απεβίωσε από πείνα και εξάντληση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς στις 5 Ιανουαρίου του ’45, ενώ δύο μήνες πριν, οι αδερφές Φρανκ είχαν μεταφερθεί στο Μπέργκεν – Μπέλσεν στη Γερμανία. Η Άννα παρέμεινε υπομονετική και δυνατή, ελπίζοντας για την ελευθερία δίνοντας κουράγιο όχι μόνο στην αδερφή της, αλλά και στους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Το όνομά της έγινε γνωστό στο Άουσβιτς. Λίγους μήνες αργότερα, τον Φλεβάρη του ’45, τα δυο κορίτσια αρρωσταίνουν βαριά με τύφο. Η Άννα προσπαθεί να στηρίξει τη μονάκριβη συντροφιά της ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Μία μέρα, ενώ η Μαργκώ προσπαθεί να σηκωθεί από το κρεβάτι της, που βρισκόταν πάνω από της Άννας, πέφτει και δυστυχώς βρίσκει το τέλος. Η Άννα, η δυνατή κοπέλα που πάντα πάλευε και ήλπιζε για το φως, τώρα παραιτείται. Η απώλεια της αδερφής της την κλονίζει όσο τίποτα και λίγες μέρες αργότερα τέλος Φλεβάρη ή αρχές Μάρτη του ’45, η Άννα Φρανκ πεθαίνει.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Όττο Φρανκ επιστρέφει στο Άμστερνταμ θρηνώντας την οικογένειά του στα χαλάσματα. Η μανία των Ναζί είναι ένας θρήνος όχι μόνο για την οικογένεια Φρανκ ή για την Ολλανδία, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, για ολόκληρο τον κόσμο.
Μετά τη σύλληψη των κατοίκων της σοφίτας, μια καθαρίστρια των γραφείων βρήκε μέσα στον χαμό των βιβλίων και των εγγράφων, το ημερολόγιο της Άννας, το οποίο παρέδωσε στην Έλλη και τη Μιπ, τις προστάτιδες της οικογένειας. Η Μιπ κράτησε το ημερολόγιο της Άννας καλά φυλαγμένο στο συρτάρι του γραφείου της για περίπου έναν χρόνο, μέχρι που το παρέδωσε στον πατέρα της αγαπημένης της Άννας το 1945. Ο Όττο Φράνκ ήξερε καλά ότι το ημερολόγιο της κόρης του έπρεπε να εκδοθεί και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να το καταφέρει. Το βιβλίο εκδόθηκε πράγματι για πρώτη φορά στις 25 Ιουνίου του 1947 από τον εκδοτικό οίκο Contact Publishing, με πολλές, όμως, παραλείψεις και περικοπές, λόγω αντιδράσεων από συντηρητικούς για τη γέννηση της σεξουαλικότητας της Άννας. Το ’50 πλέον εκδόθηκε επισήμως ολόκληρο το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, χωρίς περικοπές από τη Vallentine, Mitchell & Co. στις ΗΠΑ με μεταφράστρια στην Αγγλική την Barbara Mooyaart-Doubleday, το ’52 στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ πια έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες και έχει πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα ανά τον κόσμο. Το 1957 ξεκινά η ανοικοδόμηση του κτηρίου και της κρυφής σοφίτας, ενώ ιδρύεται το Μουσείο της Άννας Φρανκ που στεγάζεται στο ίδιο κτήριο.
Η ιστορία της Άννας Φρανκ και της σοφίτας δεν είναι μία σπαρακτική κραυγή για ελευθερία, είναι μία ωδή σε αυτή. Η Άννα Φρανκ υψώνει τη σημαία της Ελευθερίας, της Ισότητας, της Καλοσύνης και της Αγάπης μαζί με ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ.
Ακόμα κι αν γνωρίζεις καλά πριν ξεκινήσεις την ανάγνωση την κατάληξη του νεαρού κοριτσιού, κάθε σκέψη σου είναι μαζί της, κάθε λεπτό ελπίζεις μαζί της. Η μαγεία της γραφής της Άννας Φρανκ, η αισιοδοξία και η ελπίδα της, το πηγαίο φως της, κάνει τον αναγνώστη του Ημερολογίου – ακόμα και αν είναι γνώστης της μεγάλης τραγωδίας – να ελπίζει και να αισιοδοξεί ότι η Άννα θα σωθεί, θα διαφύγει, οι Άγγλοι θα προχωρήσουν νωρίτερα στην απόβαση και η ιστορία θα γραφεί ξανά με εκατοντάδες ανθρώπους ζωντανούς και υγιείς.
Πέρα, όμως, από το πανανθρώπινο μήνυμα και την ιστορική σημασία του Ημερολογίου για την τραγική ιστορική στιγμή του Ολοκαυτώματος, το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ είναι μία αυτοβιογραφική μαρτυρία ένας κοριτσιού που μεγαλώνει, ωριμάζει κάτω από αναπάντεχες συνθήκες, μιας γυναίκας που ανθίζει. Η Άννα εκτός από Εβραία, είναι και κόρη, είναι φίλη και φιλενάδα, είναι γειτόνισσα. Όλες αυτές οι ιδιότητες της υπέροχης Άννας Φρανκ ξεδιπλώνονται μέσα από τις σελίδες του Ημερολογίου της, μέσα από την ανάγκη της για έκφραση και επικοινωνία. Σε έναν κόσμο όπου η εμπιστοσύνη έχει χαθεί, η Άννα βρίσκει ένα παράθυρο στο φως μέσα από το Ημερολόγιο που της χάρισε ο πατέρας της στα 13 της ως δώρο γενεθλίων. Έτσι, γεννιέται η μονάκριβή της Κίττυ, ο δεύτερός της εαυτός, το στήριγμα και η συνείδησή της. Όπως λέει και η ίδια, το χαρτί είναι υπομονετικό.
Θέλω να σ’ εμπιστεύομαι, όπως δεν εμπιστεύτηκα κανένα πριν από σένα κι ελπίζω ότι θα είσαι για μένα στήριγμα και παρηγοριά.
Άννα Φρανκ, 12 Ιουνίου 1942
Η Άννα είναι ένα φωτεινό παιδί που λαχταράει να ζήσει. Σκέψεις κρυφές και ίσως ένοχες για την ίδια, που δεν μπορεί να εκφράσει σε κανέναν είναι μέρος τώρα της κουβέντας της με την Κίττυ. Προσπαθεί να αντιμετωπίσει κάθε νέα δυσκολία με χαμόγελο, θεωρεί ότι ο εγκλεισμός τους στη σοφίτα είναι κάτι σαν διακοπές σε ένα πολύ παράξενο σπίτι. Μέσα στο σπίτι νιώθει για πρώτη φορά τον έρωτα, την έλξη και την αγάπη, ενώ ονειρεύεται για μια ζωή για δύο. Δε σταματά στιγμή να εκφράζει στο ιερό της Ημερολόγιο, τα ιδανικά, τις ιδέες και τις αξίες της, όλα όσα πρεσβεύει και για τα οποία κατακρίνεται. Η Άννα είναι ένα συμπάσχον άτομο, τρυφερή, καλοσυνάτη, εύστροφη και εξαιρετικά επιμελής. Σε ένα από τα πολλά συγκινητικά σημεία του Ημερολογίου της, η Άννα εύχεται να μπορούσαν να πάρουν τα παιδιά που περνούν στον δρόμο, να τα κάνουν μπάνιο, να πλύνουν τα ρούχα τους κι ύστερα να τ’ αφήσουν να φύγουν. Δε σταματά να διαβάζει, να μελετά και να ονειρεύεται ακόμα και κλεισμένη μέσα σε 4 τοίχους.
Όπως η ίδια αναφέρει, το καλύτερο φάρμακο για τους φοβισμένους, τους μόνους, τους δυστυχισμένους είναι να βγουν έξω, κάπου που θα βρεθούν μόνοι με τον ουρανό, τη φύση και τον Θεό. Τότε μόνο αισθάνεται κανείς ότι ολα είναι καλά, ενώ δηλώνει κατηγορηματικά ότι κανείς δεν μπορεί να νιώσει την ουσιαστική σημασία των βιβλίων και του ραδιοφώνου στη ζωή του ανθρώπου όσο οι άνθρωποι της σοφίτας· αυτά τα δύο είναι η μόνη τους παρηγοριά.
Ένας από τους πιο συγκλονιστικούς συμβολισμούς του βιβλίου είναι η παιδική φιλενάδα της Άννας, Χανέλι Γκόσλαρ. Η Χανέλι είναι επίσης Εβραία και έρχεται συνεχώς στον νου της Άννας για να την κάνει να αναρωτηθεί γιατί η ίδια βρίσκεται ζωντανή σε μια σοφίτα επιβιώνοντας μέρα με τη μέρα, ενώ πιθανότατα η φίλη της είναι σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης ίσως νεκρή. Η Χανέλι συμβολίζει για την Άννα την πίστη και τη μοίρα των φίλων της, των υπόλοιπων εκατομμυρίων Εβραίων που εξοντώθηκαν από τους Ναζί. Ένα βαθιά ενοχικό συναίσθημα γεννιέται στην καρδιά της νεαρής συγγραφέως για τη ζωή της ίδιας και τον θάνατο όλων των υπόλοιπων ανθρώπων· ερωτήματα και σκέψεις που προσπαθεί να απαντήσει στρεφόμενη προς τον Θεό.
Από την άλλη μεριά, η εικόνα της αγαπημένης της γιαγιάς, που βρίσκεται μακριά από τη Ναζιστική Γερμανία, έρχεται συχνά στο μυαλό της Άννας για παρηγοριά. Η Άννα νοσταλγεί τη γιαγιά της, όπως και τη ζωή της πριν τη σοφίτα· μετανιώνει φοβούμενη ότι δεν έζησε αρκετά ή ότι ίσως δε θα έχει τον χρόνο να το κάνει. Έρχονται στιγμές που την κατακλύζουν οι φόβοι και η θλίψη· θλίψη που προέρχεται κυρίως από την ανάγκη της για ελευθερία. Η Άννα θέλει να δραπετεύσει, και αφού αδυνατεί κυριολεκτικά να το κάνει, το επιζητεί μέσα από τη συγγραφή. Κάτι ακόμα στο οποίο επικεντρώνεται πολύ το Ημερολόγιο είναι η σχέση της Άννας με την οικογένειά της και ιδιαίτερα με τη μητέρα της. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα δύσκολη και παθογενή κατάσταση, η οποία φυσικά εντείνεται με τη διαμονή της οικογένειας στη σοφίτα. Η Άννα είναι ένα ελεύθερο παιδί, γεννημένη ανεξάρτηση, αντιδραστική και ατίθαση σε όποιον προσπαθήσει να την περιορίσει. Η μητέρας της – όπως και οι περισσότεροι συγκάτοικοί της στη σοφίτα – την επικρίνει, τη χλευάζει για τη συμπεριφορά της με αποτέλεσμα εκείνη να κλείνεται ολοένα στον εαυτό της. Ενώ φαινομενικά η αντίδρασή της και η αδιαφορία της μεγαλώνουν, η εσωτερική πάλη της Άννας, η ανάγκη της για μητρική φροντίδα και αγάπη, η επιθυμία της για τρυφερότητα και αποδοχή, την κάνει μία τραγική φιγούρα που παλεύει να επιβιώσει σε έναν χώρο με συρματοπλέγματα.
Η σχέση της Άννας με τη μητέρα της, την ταλαιπωρεί πολύ και της αφήνει κενά που είναι αδύνατον να καλυφθούν. Πρόκειται για μία σχέση συνεχών συγκρούσεων με παντελή έλλειψη φροντίδας και μητρικής στοργής από την πλευρά της Ίντιθ προς την Άννα. Ενώ, πολύ σημαντικό σημείο είναι η συνεχής σύγκριση με την τέλεια κόρη της, την αδερφή της Άννας, Μαργκώ. Μεταξύ άλλων γράφει:
…νιώθω την απουσία της αληθινής μητέρας. ΄Ισως γι΄ αυτό ό, τι κι αν κάνω σκέφτομαι τη “μανούλα” που θέλω να είμαι για τα παιδιά μου αργότερα. Τη “μανούλα” που δεν παίρνει κάθε κουβέντα στα σοβαρά, αλλά αντιμετωπίζει τα παιδιά της με σοβαρότητα. Νομίζω πως η λέξη “μανούλα” τα λέει όλα. Για να έχω την εντύπωση της μανούλας σκέφτηκα να φωνάζω τη μαμά “μάμμυ”, μια ατελή μανούλα δηλαδή, που θα ‘θελα τόσο πολύ να είναι η ιδανική. Ευτυχώς που δεν μπορεί να καταλάβει τις σκέψεις μου, γιατί θα ήταν πολύ δυστυχισμένη.
Άννα Φρανκ, 24 Δεκεμβρίου 1943
Σε μία από τις πιο σοκαριστικές δηλώσεις της, μέσα σε έναν μονόλογο αγανάκτησης στο Ημερολόγιό της, η Άννα γράφει πως κανείς δεν μπορεί να μας αναγκάσει να μη σκεφτόμαστε! Και αυτό είναι το πιο σημαντικό μήνυμα της Άννας Φρανκ, της δυνατής συγγραφέως των 15 χρόνων: όσο σκέφτεσαι, και ελπίζεις, ζεις! Η Άννα δεν έπαψε λεπτό να κάνει τίποτα από τα δύο, γι’ αυτό και ακόμα και στο στρατόπεδο του Άουσβιτς ένιωθε ζωντανή.
Μία τραγική ιστορία, που ακόμα κι αν γνωρίζεις καλά την τραγωδία και τη μη κάθαρση εντέλει, μέχρι και την τελευταία σελίδα, ελπίζεις ότι το κορίτσι θα σωθεί· ότι κάπου εκδίδει πια το δέκατο βιβλίο της, ότι στο Παρίσι – μεγάλη πια – ζει τη ζωή που στερήθηκε, σε μία μονοκατοικία γεμάτη πράσινο με το λαμπερό φως του ήλιου που τόσο λάτρευε. Μα στην τελευταία πια σελίδα επιβεβαιώνεσαι· η Άννα Φρανκ δε χάθηκε, η Άννα Φρανκ έγινε ιδέα και είναι πια αθάνατη.