Έχει περάσει παραπάνω από μήνας κι εγώ συνεχίζω να σκέφτομαι Εκείνη την παράσταση. Θυμάμαι τον εαυτό μου να βγαίνει από το θέατρο Σταθμός με δάκρυα στα μάτια κι ένα βάρος στην καρδιά. Διαπραγματεύομαι το ίδιο θέμα στη δική μου ζωή, ενώ καταγράφω τις σκέψεις, τις συνειδητοποιήσεις, σημεία από την έρευνά μου στις ρίζες, αποδείξεις μιας ζωής ευτυχισμένης των προηγούμενων από εμένα διεκδικώντας τη δική μου ευτυχία. Αφού, λοιπόν, δεν έχω πάψει να σκέφτομαι τις Γριες που μαζεύουν την τσουκνίδα, αποφασίζω να προτείνω στον Κωνσταντίνο Ντέλλα να κάνουμε μια συνέντευξη. Συμφωνούμε να γίνει με τους πρωταγωνιστές. Η δική μου προϋπόθεση ήταν να απαντήσουν όλοι σε όλες τις ερωτήσεις. Ενώ ανακαλώ στιγμές από την παράσταση, συμπτωματικά, πιάνω τον εαυτό μου να στέκεται σε τρεις συγκεκριμένες σκηνές, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν αντίστοιχα οι τρεις ηθοποιοί εναλλάξ. Τις εντάσσω στο σώμα της συνέντευξης.

Δε θέλω να κάνω μεγάλη εισαγωγή, δεν έχω και πολλά να πω άλλωστε, αφού τις σκέψεις μου τις έγραψα αμέσως μετά την παράσταση, εδώ. Διαβάζοντας τις απαντήσεις των Μανούσου Γεωργόπουλου, Πλάτωνα Γιώργου Περλέρου, Γιάννη Σανιδά επιβεβαιώνω πόσο βαθιά βιώνουν την παρουσία των γριών. Τρία νέα παιδιά κάνουν ένα άλμα δυο γενιές πίσω κι ένα μεγαλύτερο για να αγγίξουν το γυναικείο φύλο και το καταφέρνουν τελικά, πίσω από τις μάσκες, μέσα από τραγούδια και στιχομυθίες, μέσα από ξόρκια, κάτω από το φεγγάρι, να σταθούν άξιοι απέναντι σε αυτές τις Γριές, που ονόματα έχουν, αλλά σύντομα τα χάνουν, γίνονται σύμβολα και υψώνονται εκεί που τους πρέπει, ψηλά, πλάι στο φεγγάρι.

* * *

Ελίζα: Μέσα από την παράσταση σάς δίνεται η ευκαιρία να δανειστείτε τρία γυναικεία σώματα, τρεις γυναικείες παρουσίες και μάλιστα τρεις «γριές», που κουβαλούν τη δική τους ιστορία (μαζί με την ιστορία των γυναικών πριν από αυτές). Πώς βιώνετε αυτήν την ενσάρκωση;

Γιάννης: Η όλη διαδικασία των προβών για να προσεγγίσουμε ένα γυναικείο γερασμένο σώμα ήταν πολύ ομαλή και σταδιακή. Αρχίσαμε να μπαίνουμε σε προσωπικά βάθη, ανακαλώντας εικόνες, ήχους, μυρωδιές, από τις δικές μας γιαγιάδες. Κάτι φαινομενικά ανοίκειο για τα δικά μας σώματα ξανάγινε οικείο μέσα από τη μνήμη και τον μύθο.

Μανούσος: Τα σώματα των γριών μας με έκαναν να καταλάβω τα προνόμιο της νεότητας σε ένα σώμα αρσενικό. Το πρώτο σκέλος, τρομακτικό και αντικειμενικό, αδιαμφισβήτητο, ένα προνόμιο που θεωρούσα δεδομένο και χάνεται χρόνο τον χρόνο, μέρα τη μέρα. Το γήρας έρχεται για όλα μας και καλείσαι να το αποδεχτείς όσο πιο σύντομα γίνεται, γιατί δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα άλλο και για αυτό ίσως δε μου φαίνεται τόσο ξένο όσο το ότι το σώμα είναι συνάμα και γυναικείο. Το να υπάρχω έστω και για 70 λεπτά ως γυναίκα, το «σιάξιμο» των ρούχων, το βλέμμα των άλλων, η σωστή κοτσίδα , αυτά ίσως είναι πιο βαριά ακόμα και από τα 80 χρονιά στην πλάτη μου.

Πλάτωνας: Έχω ντυθεί γριά τις απόκριες, όταν ήμουν παιδί 8 χρονών στην Τετάρτη δημοτικού. Υπάρχει κάτι που με τραβά και με δελεάζει σε αυτήν την «μεταμόρφωση». Το οτι μου δόθηκε η ευκαιρία να ερευνήσω και να χτίσω αυτήν την ενσάρκωση μέσα από την παράσταση ήταν από τις καλύτερες εμπειρίες που έχω βιώσει. Οι ιστορίες και οι ζωές αυτών και όλων των προηγούμενων γυναικών έφεραν αυτήν την φορά στον 28χρονο εαυτό μου νέους προβληματισμούς, βάθος, και ευθύνη απέναντι στο τι σημαίνει να «ντύνεσαι« γυναίκα.

Ε: Τι σημαίνει τελικά ο «Τόπος»; Είναι η γέννηση, η ρίζα; Είναι ο προορισμός;

Γ: Ίσως για τον καθένα ο Τόπος τελικά να είναι κάτι πολύ προσωπικό. Μπορεί βέβαια η ρίζα να είναι μια και κοινή για όλους μας. Για μένα Τόπος αυτήν την περίοδο είναι οι άνθρωποι που με κάνουν να αγωνίζομαι.

Μ: Τον τόπο τον φτιάχνεις, τον διαλέγεις. Και άπαξ και κάτι γίνει επιλογή, γίνεται αποστολή. Οι επιλογές είναι δηλώσεις στον κόσμο και ναι σίγουρα αυτές επηρεάζονται από τα αντικειμενικά κριτήρια της γέννησης ή της καταγωγής, όμως δεν παύει να μπαίνει στη μέση η βούληση και η υπεράσπιση της επιλογής αυτής.

Π: Τόπος σίγουρα στο μυαλό μου είναι εικόνες, μυρωδιές, ήχοι, αναμνήσεις, από τα παιδικά χρόνια. Σε αυτά γαληνεύεις να γυρνάς όσο μεγαλώνεις και πλέον συνειδητοποιείς ότι τόπος μπορεί να είναι όλα τα μέρη, ό,τι επιλέξεις πια συνειδητά.

Ε: Είμαι σίγουρη ότι όλο αυτό ενεργοποιεί παιδικές και ενήλικες μνήμες. Ποια είναι μία ιδιαίτερη σκηνή των δικών σας γιαγιάδων που έχει χαραχτεί στη μνήμη σας και σε ποιον βαθμό βοήθησε στη χαρτογράφηση του ρόλου σας στην παράσταση;

Γ: Δύο στιγμές, από δύο γιαγιάδες. Την Κίτσα όταν ήμουν παιδί δεν την έβλεπα καθόλου ως γιαγιά, ως ενήλικας όμως χαράχθηκε στο μυαλό μου η εικόνα της να κάθεται στον καναπέ και να σκέφτεται, χωρίς να κοιτάει πουθενά, τρίβοντας τα χεριά της, και όταν της μιλήσεις να σου χαρίζει εάν πολύ αθώο χαμόγελο. Την συγχωρεμένη τη Θοδώρα τη θυμάμαι στην κουζίνα στο σπίτι τους να φέρνει κάτι σκυφτή στον παππού μου και να με κοιτάει με τα μεγάλα της μάτια. Από τη μία έκλεψα τα χέρια της και από την άλλη τα πόδια της.

Μ: Ίσως κοινή μνήμη για πολλά από εμάς, εκείνες οι μέρες, κοντά στα Χριστούγεννα που πήγαινες στο σπίτι της γιαγιάς να κοιμηθείς και όταν ερχόταν η ώρα του ύπνου, ξεκρεμούσε εκείνο το ρολόι τοίχου που για κάποιον λόγο έκανε τόση πολλή φασαρία, σε σκέπαζε με τόση προσοχή και τόσο σφιχτά σαν μικρό δέμα, σαν να σε αγκάλιαζε όλη νύχτα.

Π: Η Ταξιαρχούλα (ή Ξαρχούλα) να μαζεύει ελιές, να μαζεύει κάστανα, να κουβαλάει ξύλα, να τραγουδάει πάνω στην κερασιά με όλους εμάς γύρω να μαζεύουμε κεράσια, να κάνει μπάνιο στη θάλασσα με μια μικρή σανίδα με δελφινάκια, να λέει αστεία, να μαλώνει τον παππού επειδή είναι μουρτζούφλης, να χαλαρώνει μετά το φαΐ στην ταράτσα, με τα πόδια ψηλά σε μια καρέκλα. Η Θεσσαλή γιαγιά μου μαζί με τα ακούσματα του χωριού μου ήταν οι πρώτες ύλες της Κατερίνας, της γιαγιάς- ρόλου μου στην παράσταση.

Γιάννης Σανιδάς, Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος – Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Ντέλλας

Ε: (προς Γιάννη Σανιδά) Η σκηνή πάνω απ’ το καζάνι. Δυο την κρατούν πάνω από το νερό που βράζει για να αλλάξουν την ατυχία της. Δεν μπορεί να κάνει παιδιά, μα «πρέπει να μπορέσει». Μέσα από την παράσταση μπήκες σε έναν ρόλο, που αφορά μία κορυφαία στιγμή της γυναικείας φύσης: τη μητρότητα. Ταυτοχρόνως κραυγάζει για την καταπίεση της κοινωνίας σε κάθε γυναίκα που δεν μπορεί να (ή επιλέγει να μη) γίνει μητέρα. Ένας ρόλος που δε θα μπορέσει να βιώσει ποτέ ένας άντρας. Πώς ένιωσες την πρώτη φορά που έπαιξες τη σκηνή και πώς μπήκες στον ρόλο;

Γ: Η αλήθεια είναι ότι ως άντρας νομίζω δε θα καταφέρω ποτέ να καταλάβω τι σημαίνει μητρότητα ή εγκυμοσύνη ή κοινωνική πίεση για να κάνεις παιδί. Μπορώ μόνο να φανταστώ και να αφήσω το σώμα μου να δει τι θα περνούσε μ’ αυτήν τη διαδικασία. Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να ελέγξω την συγκίνηση μου κάθε φορά που άρχιζε η σκηνή. Αυτή η άναρθρη κραυγή αυτής της γυναίκας. Ολομόναχη στα βασανιστήρια. Πρώτη φορά την ρωτάει κάποιος τι πέρασε, πρώτη φορά μιλάει, τώρα θα πει την ιστορία της, μια και καλή. Η μοναξιά είναι γένους θηλυκού, αλλά δεν έχει φύλο, κι από εκεί κρατιέμαι και προσπαθώ να μεταφέρω τα λόγια της Βαΐτσας μου.

Ε: Ποιος είναι ο αγαπημένος σας στίχος που ακούγεται στο έργο από τους συμπρωταγωνιστές σας;

Γ: Λέει η αγαπημένη Αγορίτσα (Μανούσος): «Έκανα κι εγώ το χρέος μου σ’ αυτόν τον κόσμο, τι άλλο να κάνω;» και η γλυκιά Κατερίνα (Πλάτωνας): «Κι εγώ; Σάμπως από πέτρα είμαι; Στενοχωρεύομαι κι εγώ καμιά φορά.»

Μ: Μια φράση που με τον έναν η τον άλλο τρόπο επαναλαμβάνεται και από τους τρεις μας είναι το «Τέλος πάντων». Αυτό το «Δε βαριέσαι» που κρύβει τόση κούραση, τόσο πόνο, τόση αδικία.

Π: Η Αγόρω λέει: «Βγήκα από τον όνειρο, πλέγοντας στον ιδρώτα. Με στόμας τσαγκό.» Και η Βαΐτσα: «Έκανα κορίτσι, την Βαγγελιώ. Όμορφη; Ο ήλιος και το φεγγάρι!»

Ε: Τι σας δυσκόλεψε τελικά;

Γ: Ευτυχώς, όλα. Η μάσκα, τα σώματα, τα ρούχα, το γερασμένο σώμα, οι ρυθμοί, τα τραγούδια, η απεύθυνση, το χρέος μας απέναντι στις ιστορίες αυτών των γυναικών.

Μ: Και τι δεν με δυσκόλεψε. Η σωματικότητα; Η φωνή; Η προσέγγιση των χαρακτήρων; Το ρυθμολογικό κομμάτι; Όλα ήταν με τον δικό τους τρόπο μια πρόκληση. Προσωπικά, εγώ χρειάστηκα την περισσότερη δουλειά και χρόνο για να μπορέσω να συνδεθώ με την «Αγορίτσα», αλλά και να συνδέσω εκείνη με κάθε ξεχωριστή ενότητα του έργου, να την κάνω δηλαδή τρισδιάστατη και όχι ένα «περιτύλιγμα γιαγιάς».

Π: Να παραμείνω πιστός σε αυτήν τη γυναίκα που έχω ζωντανέψει και να την τροφοδοτώ με ζωή σε κάθε παράσταση. Αυτό είναι που με δυσκόλεψε «τελικά», γιατί αν το πιάσουμε από τις πρόβες, σίγουρα ήταν πάρα πολλά, με βασικό για εμένα το να αφήνομαι, όντας όμως ακριβής στον ρυθμό.

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Ντέλλας

Ε: Οι μάσκες, σε κατασκευή Μάρθας Φωκά, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου. Θα μπορούσατε να παίξετε χωρίς αυτήν τη μάσκα; Πέρα από το προφανές αποτέλεσμα εμφανισιακά, πόσο καθοριστικό ρόλο παίζει στην ένωση με «Εκείνες» αυτό το σύμβολο;

Γ: Οι πρώτες επαφές με τη μάσκα είναι μια εμπειρία που δε θα ξεχάσω. Όση ώρα τη φορούσα, νομίζω είχα μπει σε τρανς, είχα μεταμορφωθεί, δεν ήμουν πια εγώ, είχα απελευθερωθεί. Η μάσκα είναι ένα σπουδαίο εργαλείο που σε απογυμνώνει και σε ελευθερώνει την ίδια στιγμή. Επειδή προέρχεται από το αρχαίο θέατρο, από τον πυρήνα του Θεάτρου, φέρει και κάτι μυθικό, και ως τέτοιες θέλω να αντιμετωπίζω και τις ιστορίες των γριών που μαζεύουν την τσουκνίδα.

Μ: Δε θα μπορούσαμε να παίξουμε χωρίς τη μάσκα, όπως ακριβώς δε θα μπορούσαμε χωρίς ένα μας χέρι, ένα μας μάτι ή τα πνευμόνια μας. Η μάσκα –μετά από ώρες σκληρής δουλειάς και πρόβας– είναι  μέρος του σώματος, μέρος του χαρακτήρα. Η μάσκα μέσα σε όλες τις δυσκολίες που προσάπτει στην επί σκηνής δράση, έλλειψη ορατότητας, θερμοκρασία, αίσθηση εγκλεισμού, δίνει και μια ελευθερία και χωρίς αυτήν την αίσθηση της «κάλυψης» δε νομίζω ότι θα καταφέρναμε να φτάσουμε τόσο κοντά στις «Γριές».

Υ.Γ. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Μάρθα, την αγαπάμε πολύ.

Π: Πριν την παράσταση στα καμαρίνια –στη Λάρισα, στην περιοδεία μας και στην Αθήνα– συχνά κοιτάμε τις μάσκες και τους απευθυνόμαστε.  Απευθυνόμαστε ως Γιάννης, Μανούσος, Πλάτωνας, σε αυτές τις γυναίκες. Μέχρι που φοράμε τις μάσκες και γινόμαστε αυτές, και συνεχίσουμε να απευθυνόμαστε η μια στην άλλη σαν Βαΐτσα, Αγορίτσα, και Κατερίνα πλέον. Αυτό νομίζω τα λέει όλα!

Ε: (προς Γιώργο Πλάτωνα Περλέρο) «…να περνάει και μένα η ώρα μου». Μία από τις πιο δυνατές σκηνές του έργου, όπου η γυναίκα της υπαίθρου έχει έρθει στο άστυ και προσπαθεί να ενταχθεί σε μία καθημερινότητα, που δεν της επιτρέπεται. Βιώνει απόρριψη, παραγκωνίζεται, νιώθει μόνη… Εσύ πώς βιώνεις αυτήν τη σκηνή;

Π: Η Κατερίνα είναι μια γυναίκα που μες τη μοναξιά της έχει τόση ανάγκη να επικοινωνήσει με ανθρώπους. Έχει χιούμορ, θέλει να μιλήσει, και παρουσιάζει την ιστορία της μέσα από το πρίσμα των καταπιεστών της – του άντρα της, της κοινωνίας. Μιλάει για τη ζωή της στην πόλη σαν κάτι συγκριτικά καλύτερο, παρότι εκεί δεν έζησε τίποτα παρα μόνο έναν εγκλεισμό στο σπίτι. Έρχεται μια στιγμή, που κάτι από τα λεγόμενά της, την κάνουν να νιώσει τόσο έντονα το παράπονο, την αδικία, που ξεσπά φέρνοντας ξανά μπροστά της τον άντρα της.

Η σκηνή αυτή πιστεύω είναι τόσο δυνατή επειδή υπάρχει η ανατροπή αυτή που φέρνει στην επιφάνεια την κεκαλυμμένη καταπίεση. «Τη δικιά μου τη γυναίκα εγώ δεν την αφήνω να δουλεύει. Εγώ τη γυναίκα μου τη θέλω βασίλισσα» έλεγε ο άντρας της. Αυτό το μοτίβο υπάρχει και στις μέρες μας. Ο κεκαλυμμένος μισογυνισμός του: «εγώ θα στα παρέχω όλα, εσύ δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα» ή του: «Η γυναίκα είναι το ωραίο φύλο» θέλει να παρουσιάζεται από τους εκφραστές του, ως μη καταπιεστική συμπεριφορά. Με την πατριαρχική αυτή καταπίεση να έχει για αποδέκτες όποια, όποιον, όποιο, είναι ο αδύναμος/-η/-ο στην κοινωνία μας.

Το να περάσω από αυτά τα στάδια της Κατερίνας, απ’ την αρχική χαρά της επαφής με τον κόσμο, στη στιγμή που εκφράζει ότι δεν αντέχει πια, μέχρι το ξέσπασμα της, είναι μια δύσκολη διαδικασία. Είναι μια υποκριτική πρόκληση για εμένα, γιατί όποτε έχω προσπαθήσει να το προσεγγίσω περισσότερο τεχνικά δε λειτούργησε. Θέλει πραγματικά να το επενδύσω με δικά μου βιώματα.

Φωτογραφία: Μαντώ Κατσούγκρη

Ε: Οι γυναίκες της Θεσσαλίας, δυο γενιές πίσω, προσεύχονται στο φεγγάρι για προστασία, για βασκανία, οι άντρες του 2023 τι κάνουν, αλήθεια;

Γ: Δεν ξέρω τι κάνουν οι άντρες του 2023, γιατί εμείς είμαστε ακόμα αγόρια, όπως λέει κι ο Πλάτωνας. Αστειεύομαι. Δυστυχώς ακούμε και διαβάζουμε καθημερινά στις ειδήσεις τι κάνουν πολλοί άντρες το 2023. Μπορεί να μην αισθάνονται ότι χρειάζονται προστασία ή να μην μπορούν να τη ζητήσουν, γιατί ο ρόλος τους δεν το επιτρέπει. Άλλοι μπορεί να βρίσκουν ανθρώπους με τους οποίους δημιουργούν αμοιβαίες σχέσεις προστασίας και ασφάλειας, αφήνοντας πίσω στερεότυπα και ό,τι θεωρούνταν δεδομένο μέχρι τώρα, κι έτσι να μη χρειάζονται βασκανίες.

Μ: Η απεύθυνση σε εξωτερικούς παράγοντες, σε υπερφυσικούς ίσως, είναι η ανάγκη των ανθρώπων να αμυνθούν, όταν βρίσκονται στη θέση καταπίεσης, στη θέση άμυνας, όταν δεν μένει τίποτα άλλο. Η πατριαρχία δε το «επιτρέπει» αυτό στους άνδρες ακόμα και σήμερα, πόσω μάλλον στο παρελθόν. Ο άντρας σκιαγραφείται από την κοινωνία ως ο ανεξάρτητος, ο ισχυρός, ο στωικός και κατ’ επέκταση ο καταπιεστής. Δεν ξέρω τι κάνουν οι άντρες του 2023, όμως, είμαι σίγουρος ότι μπορούμε και καλυτέρα.

Π: Εύχομαι, να ένιωθαν όλοι τόσο δυνατοί ώστε να μπορούσαν να ζητήσουν βοήθεια από τους ειδικούς ψυχικής υγείας, απ’ τους γύρω τους, απ’ τους φίλους τους, απ’ τις ή τους συντρόφους τους. Πολλοί το κάνουν, πολλοί περισσότεροι είναι εγκλωβισμένοι στο στερεότυπο την αρρενωπότητας έτσι όπως υπάρχει τόσα χρόνια, και συνεχίζει να καλλιεργείται συστηματικά και σήμερα.

Ε: (προς Μανούσο Γεωργόπουλο) Κι αν δε γεννηθείς αγόρι; Είναι συγκλονιστικό το πόσο βαθιά και σχεδόν κυτταρικά πλέον προσδιορίζει η πατριαρχία τη ζωή μιας γυναίκας. Από τη γέννησή της κιόλας. Τώρα τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Προσπαθούμε να μεταλλάξουμε αυτήν τη βαθιά εξάρτηση, να αλλάξουμε την κυτταρική μας μνήμη. «Η Αγόρω». Πώς βίωσες, μέσω του ρόλου σου, τον εγκλωβισμό σε ένα όνομα που προσδιορίζει αυτό που δεν είσαι;

Μ: Έχεις ποτέ αναγκαστεί να φορέσεις ένα παπούτσι που δε σου κάνει; Είναι κάτι παρόμοιο, ένας διαρκής πόνος που σε εμποδίζει να προχωρήσεις, να κουνηθείς. Το παπούτσι το βγάζεις στο τέλος της βραδιάς, το όνομα όχι. Το όνομα μένει πάντα εκεί, σαν αγκάθι που πονάει και ματώνει. Μια υπενθύμιση ότι για κάποιους πάντα θα είμαστε κάτι λιγότερο από «αυτό που θα μπορούσαμε». Είναι το εμπόδιο της αποδοχής του εαυτού μας και, ψυχολόγος δεν είμαι, αλλά αν δεν είναι αυτό η αρχή των ανασφαλειών μας, των φόβων μας, τότε τι είναι;

Ε: Θέλω να κλείσουμε με μία συνταγή που θυμάστε από Εκείνες. Εκείνο το φαγητό που η ανάμνησή του φέρνει στα ρουθούνια μυρωδιές και γεύσεις στον ουρανίσκο. Θα ήθελα να μοιραστείτε μία σκηνή στην κουζίνα με τις γιαγιάδες. Τη θυμάστε; Πώς ήταν; Τραγουδούσε;

Γ: Τη θυμάμαι να τηγανίζει λαλαγγίτες, ουσιαστικά σκέτο ζυμάρι με φέτα μέσα. Αυτή τα λέει ζυμαρικά και κανείς μας δεν της έχει πει ότι τα ζυμαρικά είναι κάτι άλλο. Δεν τραγουδούσε, όχι, είχε αλεύρι στα χέρια της και πεταγόντουσαν τα λάδια πάνω της και αυτή προσπαθούσε να κοιτάξει εμάς, την κόρη της, τη μάνα της. Όλους, δηλαδή, εκτός από την ίδια. Μου τα φτιάχνει ακόμα ή με ρωτάει «πότε να σου κάνω τα ζυμαρικά που έχω καιρό να στα κάνω;» Κι ας μου τα έκανε την προηγούμενη εβδομάδα.

Μ: Μπορεί να ακουστεί λίγο περίεργο, αλλά: Φιδές με μπόλικο λεμόνι και παστό ψαρί. Θυμάμαι μικρός να με παίρνει ο Πάππους για ψάρεμα τα βραδιά, να γυρνάμε πολύ αργά, εγώ κοιμισμένος οριακά όρθιος και να με καθίζει η γιαγιά στο τραπέζι και να βγάζει αχνιστό φιδέ με λεμονάκι και ψαράκι μικρό, παστό, χειροποίητο όσο δεν πάει, πιασμένο από τον παππού, αλατισμένο από τη γιαγιά και να τρώμε… και αυτή να μας κοιτάζει, γιατί είχε ήδη φάει, μόνη. Και περίμενε να γυρίσουμε καλά. Η γιαγιά ήταν αρχόντισσα στην κουζίνα της. Το μικρό της βασίλειο. Δεν τραγουδούσε, δεν την έχω ακούσει ποτέ να τραγουδάει, αναρωτιέμαι γιατί. Ίσως πάλι δεν αντέχω να μάθω το γιατί.

Π: Καλοκαίρι, Αύγουστος, Χωριό, η γιαγιά να σηκώνεται από τις 6, να καίει τον ξυλόφουρνο, να ανοίγει κάτι τεράστια φύλλα και να τα στρώνει στο μεγάλο ταψί με λάχανα, τσουκνίδια, πολύ λάδι.  Και εγώ να σηκώνομαι 8 παρά για να προλάβω να φτιάξω τη δικιά μου μικρή πίτα με σκέτο τυρί (σε μέγεθος ατομικό) και να τη βάλει να την ψήσει στον φούρνο μαζί με τη δικιά της.

Όχι δεν τραγούδαγε, ήταν προσηλωμένη και ίσως ελαφρώς αγχωμένη για να βγει σωστό το φύλλο, να κάψει σωστά ο φούρνος, να προλάβει, να έχει στον νου της και πάνω απ’ το κεφάλι της και όλους εμείς. Τραγούδαγε μετά, που καθόταν!

Ενώ γράφω αυτές τις αράδες, έχοντας ολοκληρώσει μία από τις αγαπημένες μου συνεντεύξεις απ’ όλα αυτά τα χρόνια στον χώρο του πολιτισμού, αναρωτιέμαι για την τελευταία μου ερώτηση… Πόσοι άραγε θυμόμαστε τις γιαγιάδες, τις μανάδες μας να τραγουδούν. Πόσες από εμάς σήμερα τραγουδάμε ανέμελες; Μπορούμε; Εκείνες, μπορούσαν; Γιατί; Εμείς σήμερα, γιατί όχι;
Κι όσοι έχουν ακόμη τις γιαγιάδες στο πλάι τους, είναι από τους τυχερούς. Κι όσοι έχουν ακούσει τις γυναίκες πριν από εμάς σήμερα να τραγουδούν, είναι από τους τυχερούς. Ίσως θα έπρεπε να ευχαριστήσουμε γι’ αυτό ένα ολόγιομο φεγγάρι.

* Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα έχουν πάρει παράταση μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου. Στο θέατρο Σταθμός έχεις την ευκαιρία να τις παρακολουθήσεις, να ακούσεις αυτές τις ιστορίες σε μία πολύ ιδιαίτερη και συγκινητική ατμόσφαιρα. Θα σου πρότεινα, αλήθεια, να το κάνεις.


Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα
μυστικές ιστορίες των γυναικών της Θεσσαλίας

στο Θέατρο Σταθμός

Έρευνα, δραματουργική επεξεργασία, σκηνοθεσία: Κωσταντίνος Ντέλλας

Ερμηνεύουν: Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος, Γιάννης Σανιδάς

Ηχητικό περιβάλλον, πρωτότυπη μουσικη: Αλέξανδρος Κτιστάκης
Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα
Κατασκευή μάσκας: Μάρθα Φωκά
Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαντώ Κατσούγκρη
Φωτογραφίες promo: Παναγιώτης Λαμπής
Σχεδιασμός αφίσας, flyer: Μουτζούρα
trailer: Δημήτρης Βάλλας, Life of Film Production
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο, Θεσσαλικό Θέατρο, Experimenta Art Company ΑΜΚΕ

Παράταση παραστάσεων:
Από 18 Δεκεμβρίου έως 11 Ιανουαρίου, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15

Εισιτήρια από 10ε: https://www.more.com/theater/oi-gries-pou-mazeuoun-tin-tsouknida-1/

Εγγραφείτε στο newsletter του ART.harbour

Δεν στέλνουμε spam! Διαβάστε την πολιτική απορρήτου μας για περισσότερες λεπτομέρειες.


Εσύ τι λες;

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ